Αξιοποιώντας τις ιστορικές γνώσεις σας και τις πληροφορίες που δίνονται στο ακόλουθο κείμενο, να παρουσιάσετε:
α) το περιεχόμενο της πολιτικής αντίληψης που ονομάστηκε «Βενιζελισμός»,
β) τις κύριες επιδιώξεις του βενιζελισμού, καθώς και τα βασικά κοινωνικά ερείσματα του
Κείμενο Α
Ως Βενιζελισμός ορίζεται ένα ευρύ κίνημα σε όλους τους τομείς της εθνικής ζωής, το οποίο αποτέλεσε το φορέα μιας συνεπούς και δυναμικής προσπάθειας καθολικού αστικού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας, συνδυασμένου με μια ορισμένη αντίληψη της εθνικής ολοκλήρωσης και του περιεχομένου της Μεγάλης Ιδέας.
Το πολιτικό περιεχόμενο του βενιζελισμού, η "ανόρθωση", συνίστατο στη στόχευση δημιουργίας ενός κράτους δικαίου, με σύγχρονες κοινωνικές, οικονομικές, διοικητικές λειτουργίες και ικανού να ενσωματωθεί οικονομικά και πολιτιστικά στη Δύση, να εξευρωπαϊστεί. Πρόκειται δηλαδή για μια προσπάθεια διαμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος και κατά τα πρότυπα των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Αυτός ο αστικός εκσυγχρονισμός και ο εξευρωπαϊσμός συνδυάζονται αδιάσπαστα από την πρώτη στιγμή, το 1910, με τον αλυτρωτισμό. Οι δύο στόχοι διαπλέχτηκαν και υπηρέτησαν ο ένας τον άλλο. Η εσωτερική οργάνωση, ο διοικητικός και πολιτικός εκσυγχρονισμός και η οικονομική ανάπτυξη της χώρας γίνονταν αντιληπτά ταυτόχρονα ως αίτια και αποτελέσματα της εδαφικής επέκτασης. Και τα δυο πάντως, και η εσωτερική ανόρθωση και η εδαφική επέκταση, υπηρετούν το στόχο της δημιουργίας ενός εκσυγχρονισμένου ευρωπαϊκού κράτους, ενσωματωμένου στην ιδεολογικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα που εξέφραζε η Δυτική Ευρώπη.
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Ελληνική Ιστορία στο Διαδίκτυο
Κείμενο Β
[...] Η ανεπανάληπτη δυναμική του βενιζελισμού πηγάζει από έναν εξίσου ανεπανάληπτο συνδυασμό αστικού εθνικισμού και αστικού εκσυγχρονισμού, σε αδιάσπαστη και διαλεκτική ενότητα. Από την πρώτη στιγμή, το 1910, ο εκσυγχρονισμός τέθηκε στην υπηρεσία της εθνικής ολοκλήρωσης. Με τη σειρά της, η εθνική ολοκλήρωση υπηρέτησε τον εκσυγχρονισμό μέχρι το τέλος, προσφέροντας την αναντικατάστατη πολιτική και ιδεολογική του νομιμοποίηση. [...] Αν πρέπει κανείς να διακρίνει δύο φάσεις, ίσης περίπου διάρκειας, είναι επειδή το περιεχόμενο της εθνικής ολοκλήρωσης άλλαξε αναγκαστικά και ριζικά μετά την Καταστροφή του 1922. Πριν, σήμαινε πρωταρχικά την απελευθέρωση των αλυτρώτων με την αντίστοιχη εδαφική επέκταση του εθνικού κράτους. Μετά, σήμαινε αποκλειστικά την αφομοίωση των πρώην αλυτρώτων ως Νέων Χωρών ή ως προσφύγων πια και την επίτευξη εθνικής ομοιογένειας και μιας νέας εθνικής ταυτότητας μέσα στα οριστικά πλέον κρατικά σύνορα. Έτσι, κατά την πρώτη ηρωική περίοδο του βενιζελισμού (1910-1920), ο αστικός εκσυγχρονισμός συναρθρώθηκε με τον αλυτρωτισμό, με ιδεολογικό επιστέγασμα τη Μεγάλη Ιδέα. Κατά τη δεύτερη περίοδο (1922-1932), ο αστικός εκσυγχρονισμός συναρθρώθηκε με την οικοδόμηση ενιαίου εθνικού κράτους, με ιδεολογικό επιστέγασμα την Αβασίλευτη Δημοκρατία στην οποία ο βενιζελισμός επιχείρησε να προσδώσει ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο.
Γ. θ. Μαυρογορδάτος, «Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός»
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Ερώτημα Α. Στην περίοδο 1910-1922, κατά την οποία η Ελλάδα βρισκόταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα, εμφανίστηκε μια νέα πολιτική αντίληψη, που εκφράστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ονομάστηκε συνοπτικά «Βενιζελισμός».
Ως Βενιζελισμός ορίζεται ένα ευρύ κίνημα σε όλους τους τομείς της εθνικής ζωής, το οποίο αποτέλεσε το φορέα μιας συνεπούς και δυναμικής προσπάθειας καθολικού αστικού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας, συνδυασμένου με μια ορισμένη αντίληψη της εθνικής ολοκλήρωσης και του περιεχομένου της Μεγάλης Ιδέας.
Είναι δύσκολο να ορίσουμε με λίγα λόγια τι ακριβώς ήταν αυτή η πολιτική, στον οικονομικό όμως τομέα φαίνεται ότι ο Βενιζελισμός θεωρούσε το ελληνικό κράτος ως μοχλό έκφρασης και ανάπτυξης του ελληνισμού. Το ελληνικό κράτος δηλαδή έπρεπε να επιδιώξει την ενσωμάτωση του εκτός συνόρων ελληνισμού και, με ενιαία εθνική και κρατική υπόσταση, να διεκδικήσει τη θέση του στον τότε σύγχρονο κόσμο. Αυτό προϋπέθετε όχι μόνο θεσμικό εκσυγχρονισμό, που θα καθιστούσε το κράτος αποτελεσματικό και αξιόπιστο, αλλά και γενικότερη προσήλωση στην ιδέα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων του έθνους.
Το κύριο πολιτικό αίτημα του Βενιζελισμού, η «ανόρθωση», συμπύκνωνε την πολιτική βούληση δημιουργίας ενός κράτους δικαίου, με σύγχρονες κοινωνικές, οικονομικές, διοικητικές λειτουργίες και ικανού να ενσωματωθεί οικονομικά και πολιτιστικά στη Δύση, να εξευρωπαϊστεί. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο για τον Βενιζελισμό ήταν να διαμορφώσει την ελληνική κοινωνία στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος και σύμφωνα με τα πρότυπα των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Οι στόχοι αυτοί συνδυάστηκαν αδιάσπαστα και από την πρώτη στιγμή, το 1910, με τον αλυτρωτισμό και υπηρέτησαν ο ένας τον άλλο. Στο πλαίσιο της πολιτικής αντίληψης του Βενιζελισμού, η εσωτερική οργάνωση, ο διοικητικός και πολιτικός εκσυγχρονισμός και η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θεωρούνταν ταυτόχρονα τόσο αίτια όσο και αποτελέσματα της εδαφικής επέκτασης. Επιπλέον, τόσο η εσωτερική ανόρθωση όσο και η εδαφική επέκταση, πίστευε ο Βενιζελισμός, υπηρετούσαν το στόχο της δημιουργίας ενός εκσυγχρονισμένου ευρωπαϊκού κράτους, ενσωματωμένου στην ιδεολογικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα που εξέφραζε η Δυτική Ευρώπη.
Ερώτημα Β. Όπως εύστοχα επισημαίνεται από τον Γ. θ. Μαυρογορδάτο, «η ανεπανάληπτη δυναμική του Βενιζελισμού πηγάζει από έναν εξίσου ανεπανάληπτο συνδυασμό αστικού εθνικισμού και αστικού εκσυγχρονισμού, σε αδιάσπαστη και διαλεκτική ενότητα». Αυτό σημαίνει ότι αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το 1910, οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους τέθηκαν στην υπηρεσία της εθνικής ολοκλήρωσης. Το δίλημμα «εδαφική επέκταση ή εσωτερική ανάπτυξη», που είχε σφραγίσει την ελληνική πολιτική ζωή κατά το 19° αιώνα, ξεπεράστηκε από τον Βενιζέλο. Για τη δική του πολιτική αντίληψη, το κάθε σκέλος του διλήμματος ήταν προϋπόθεση για την υλοποίηση του άλλου. Στο πλαίσιο αυτό, η επιδίωξη της εθνικής ολοκλήρωσης «υπηρέτησε τον εκσυγχρονισμό μέχρι το τέλος, προσφέροντας την αναντικατάστατη πολιτική και ιδεολογική του νομιμοποίηση».
Ωστόσο, οι επιδιώξεις του βενιζελισμού διαφοροποιήθηκαν επειδή το περιεχόμενο της εθνικής ολοκλήρωσης άλλαξε αναγκαστικά και ριζικά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Πριν, ο βενιζελισμός επιδίωκε την απελευθέρωση των αλύτρωτων με την αντίστοιχη εδαφική επέκταση του εθνικού κράτους. Μετά, οι επιδιώξει του έχασαν τη διάσταση της εδαφικής επέκτασης και περιορίστηκαν μόνο στην αφομοίωση των πρώην αλύτρωτων ως κατοίκων των Νέων Χωρών ή ως προσφύγων πια και την επίτευξη εθνικής ομοιογένειας και μιας νέας εθνικής ταυτότητας μέσα στα οριστικά πλέον κρατικά σύνορα. Όπως υπογραμμίζει ο Γ. θ. Μαυρογορδάτος «κατά την πρώτη ηρωική περίοδο του βενιζελισμού (1910-1920), ο αστικός εκσυγχρονισμός συναρθρώθηκε με τον αλυτρωτισμό, με ιδεολογικό επιστέγασμα τη Μεγάλη Ιδέα. Κατά τη δεύτερη περίοδο (1922-1932), ο αστικός εκσυγχρονισμός συναρθρώθηκε με την οικοδόμηση ενιαίου εθνικού κράτους, με ιδεολογικό επιστέγασμα την Αβασίλευτη Δημοκρατία στην οποία ο Βενιζελισμός επιχείρησε να προσδώσει ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο».
Ο Βενιζέλος δεν ήταν μόνος στη διαδικασία διαμόρφωσης και υλοποίησης των νέων επιλογών. Συσπείρωσε γύρω του μια δραστήρια αστική τάξη που εξακολουθούσε ακόμα να πλουτίζει σε όλη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει και πολιτικά στο χώρο όπου άπλωνε τις οικονομικές της δραστηριότητες. Κατά την περίοδο αυτή, υπήρχε ακόμα ισχυρή ελληνική οικονομική παρουσία στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στη λεκάνη του Δούναβη και το εσωτερικό της Ρουμανίας, στον Πόντο και τα μικρασιατικά παράλια, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, την Αίγυπτο, το Σουδάν, την Αλεξάνδρεια. Όλος αυτός ο πλούτος μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο μέσα από τη δημιουργία ενός ισχυρού εθνικού κέντρου, μιας περιφερειακής δύναμης ικανής να παρεμβαίνει και να προστατεύει τα συμφέροντα των πολιτών της. Επρόκειτο για ένα αίτημα αρκετά κρίσιμο, σε μια εποχή κατά την οποία πολλά εθνικιστικά κινήματα έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Για τους λόγους αυτούς η Μεγάλη Ιδέα και οι προϋποθέσει της, ο εκσυγχρονισμός του κράτους, αποτέλεσαν ισχυρά ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά ερείσματα για τη διεκδίκηση της Μεγάλης Ελλάδας με πιθανότητες επιτυχίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα χρόνια αυτά της μεγάλης προσπάθειας οι προϋπολογισμοί του κράτους ήταν συνήθως πλεονασματικοί. Το 1911 τα έσοδα του προϋπολογισμού ήταν 240.000.000 και τα έξοδα μόνο 181.000.000 δραχμές, παρά τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες.
επιμέλεια: Αραούζου Κυριακή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου