Ο Μ. Α. Τιβέριος αναφέρεται στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης των πολιτών κατά την αρχαιότητα και στις ομοιότητες ή διαφορές που παρουσιάζουν με τη σύγχρονη εποχή.
Η υγεία, χωρίς αμφιβολία, είναι το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου. Επομένως, κάθε τι που άμεσα ή έμμεσα σχετίζεται μ' αυτήν βρίσκει πάντα μια θέση στα μέσα μαζικής πληροφόρησης. Στον τόπο μας, εξαιτίας κυρίως των προβλημάτων που υπάρχουν στη νοσοκομειακή περίθαλψη, δεν περνά μέρα που να μην υπάρχει κάτι σχετικό μ' αυτήν στα έντυπα ή στα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης. Έτσι, π.χ., στις τελευταίες εβδομάδες πληροφορηθήκαμε την πολιτική στον τομέα της υγείας που θα ακολουθήσει η αντιπολίτευση αν ανέλθει στην εξουσία και την ανταπάντηση της κυβέρνησης, επίσης την επικείμενη προσφυγή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στο Συμβούλιο της Επικρατείας «κατά της απόφασης για μεταφορά νοσοκομειακών κλινικών» στο πολύπαθο πλέον νοσοκομείο «Παπαγεωργίου» των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης, το... τελεσίγραφο του υπουργού Υγείας προς τους πανεπιστημιακούς γιατρούς να επιλέξουν το Πανεπιστήμιο ή το ΕΣΥ κ.ά. Δεν γνωρίζω καλά τα θέματα της υγείας και επομένως δεν πρόκειται να ασχοληθώ μ' αυτά. Θα στραφώ όμως προς την περισσότερο γνώριμή μου αρχαιότητα, θίγοντας ορισμένες μόνον πτυχές ανάλογων θεμάτων από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Αλλωστε, και στον χώρο της υγείας πολλά φαινόμενα και προβλήματα, όπως θα δούμε, παρουσιάζουν αξιοσημείωτη διαχρονικότητα.
Υπάρχουν ενδείξεις που μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι στην αρχαία Ελλάδα, από τον 6ο αι. π.Χ., ορισμένες πόλεις αντιμετώπιζαν την υγεία ως κοινωνικό αγαθό και θεωρούσαν υποχρέωσή τους να καλύπτουν τις δαπάνες θεραπείας των άρρωστων πολιτών τους. Χαρακτηριστικά, π.χ., είναι τα όσα μας παραδίδει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφερόμενος στον Χαρώνδα, τον περίφημο νομοθέτη από την Κατάνη της Σικελίας. Ο σπουδαίος αυτός νομοθέτης, που έδρασε στον 6ο αι. π.Χ., ήταν ο πρώτος που θέσπισε την υποχρεωτική όσο και δωρεάν μόρφωση για όλα τα παιδιά των πολιτών. Για το μέτρο του αυτό ο Διόδωρος τον επαινεί, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι ο Χαρώνδας με τον νόμο αυτόν ξεπέρασε σε αξία ακόμη και εκείνους τους παλιότερούς του νομοθέτες που είχαν θεσμοθετήσει την κάλυψη από την πολιτεία των εξόδων θεραπείας των ασθενών. Και αυτό «επειδή εκείνοι φρόντισαν για τη θεραπεία των σωμάτων, ενώ αυτός φρόντισε για τη θεραπεία των απαίδευτων ψυχών· και είναι γνωστό», σύμφωνα πάντα με τον Διόδωρο, «ότι όλοι μας ενώ ευχόμαστε να μας είναι αχρείαστοι οι γιατροί, επιθυμούμε διακαώς να περνάμε τον καιρό μας συντροφιά με δασκάλους».
Κρατική μέριμνα για την υγεία των πολιτών υποδηλώνει και ο θεσμός του «δημόσιου γιατρού» που απαντά σε πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Ωστόσο, και κατά την αρχαιότητα παρατηρείται το φαινόμενο πολλές πολιτείες να μη μπορούν να καλύψουν τα έξοδα μιας σωστής «δωρεάν υγείας». Ετσι, π.χ., έχουμε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα έξοδα της πληρωμής του «δημόσιου γιατρού» τα αναλάμβανε κάποιος πλούσιος ιδιώτης, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες που μας βεβαιώνουν ότι σε πολλές πόλεις οι άρρωστοι που κατέφευγαν για θεραπεία στον «δημόσιο γιατρό» δεν έφευγαν από το ιατρείο του αν δεν πλήρωναν. Αλλοτε για να καλύψει η πολιτεία σχετικές δαπάνες κατέφευγε ακόμη και στη θέσπιση έκτακτου φόρου, με το όνομα «ιατρικόν», ο οποίος μπορούσε να πληρωθεί και σε είδος, π.χ. με σιτηρά. Αυτή ακριβώς η αδυναμία της πολιτείας να καλύψει τα οικονομικά βάρη μιας κοινωνικής πολιτικής προετοίμασε το έδαφος για να δημιουργηθούν οι «έρανοι», δηλαδή σωματεία, τα μέλη των οποίων, οι «ερανισταί», συνεισέφεραν σε κοινό ταμείο απ' όπου πληρώνονταν και τα νοσήλεια. Οι «έρανοι» αυτοί, που σε κάποιες εποχές και σε ορισμένους τόπους απέκτησαν σημαντική δύναμη με παρεμβάσεις ακόμη και στα πολιτικά πράγματα, μπορούν, ως ένα βαθμό, να θεωρηθούν μακρινοί πρόδρομοι των σημερινών ασφαλιστικών εταιρειών, που εκτός των άλλων παρέχουν και ιατρική κάλυψη.
Οπως και σήμερα έτσι και στην αρχαιότητα, οι καλοί γιατροί ήταν περιζήτητοι. Μετακινούνταν συχνά επιλέγοντας κάθε φορά την πόλη ή τον ηγεμόνα που τους εξασφάλιζε τις υψηλότερες απολαβές. Τα ποσά της αμοιβής τους, μερικές φορές, ήταν υπέρογκα και όχι σπάνια συνοδεύονταν και από άλλες παροχές ή προνόμια. Τους παραχωρούσαν σπίτι, κτήματα, κήπους, τους έκαναν επίτιμους πολίτες, τους απάλλασσαν, άμεσα ή έμμεσα, από ποικίλες οικονομικές τους υποχρεώσεις. Ετσι, π.χ., ο Δημοκήδης, περίφημος γιατρός από τον Κρότωνα της Μεγάλης Ελλάδας, πηγαίνει το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. στην Αίγινα «ασκευής... και έχων ουδέν των όσα περί την τέχνην εστί εργαλήια», με ετήσιο μισθό ένα τάλαντο. Στη συνέχεια εγκαθίσταται στην Αθήνα, η οποία του προσφέρει υψηλότερες αποδοχές, αλλά μόλις έκλεισε χρόνο αφήνει και τους Αθηναίους και ανοίγει πανιά για τη Σάμο, αφού ο τύραννος του νησιού, ο γνωστός μας Πολυκράτης, του δίνει διπλάσιο μισθό. Πώς λοιπόν να... σταυρώσουν έναν καλό γιατρό οι πόλεις-κράτη, με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες; Ανάλογα προβλήματα, όπως είναι γνωστό, αντιμετωπίζει συχνά ακόμη και σήμερα η ελληνική επαρχία.
Αρχαίοι συγγραφείς κάνουν λόγο και για γιατρούς με υπέρμετρες απαιτήσεις από τους πελάτες τους. Προσδοκούσαν μάλιστα και... κάποιο δωράκι (το honorarium) τα σημερινά πασίγνωστα «φακελάκια» έχουν μεγάλη προϊστορία , η αξία του οποίου ήταν ανάλογη με το βαλάντιο των ασθενών τους και τις δυσκολίες της αρρώστιας τους. Ορισμένες φορές μάλιστα οι ατυχείς πελάτες τους, με τη διαθήκη τους, τους καθιστούσαν και μοναδικούς κληρονόμους τους! Ωστόσο, υπήρξαν και πολλοί γιατροί που τίμησαν τις ιπποκρατικές αρχές και η αμοιβή που ζητούσαν ποτέ δεν ξεπερνούσε τις οικονομικές δυνατότητες των ασθενών τους. Δεν λείπουν ακόμη και περιπτώσεις όπου γιατροί προσέφεραν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς, χωρίς να πάρουν δραχμή.
Και κάτι για την ιστορία των νοσοκομείων. Στην αρχαία Ελλάδα δεν φαίνεται να υπήρχαν νοσηλευτικά ιδρύματα ανάλογα με τα σημερινά. Τα Ασκληπιεία, τα ιερά δηλαδή του Ασκληπιού, μπορούν να παραλληλισθούν με τα σύγχρονα αυτά ιδρύματα, αφού και εκεί πήγαιναν ασθενείς για να θεραπευθούν (διά μέσου της θεϊκής επέμβασης). Η λειτουργία τους όμως ήταν τελείως διαφορετική. Σπουδαία Ασκληπιεία διέθεταν καταλύματα, συνήθως έξω από τον κυρίως χώρο του ιερού, όπου μπορούσαν να καταλύσουν οι ασθενείς και οι συγγενείς τους. Αλλά σ' αυτά δεν γινόταν καμιά θεραπευτική αγωγή. Το θαύμα της ίασης συντελούνταν πάντα εντός του ιερού. Προδρομικές μορφές νοσοκομείων, οικοδομημάτων δηλαδή που μπορούσαν να καταφύγουν ασθενείς για να θεραπευθούν, συναντούμε για πρώτη φορά σε μεγάλα ρωμαϊκά στρατόπεδα και αγροκτήματα. Πρόκειται για κτίρια (τα valetudinaria), με πολλά ευάερα και ευήλια δωμάτια. Στα valetudinaria των στρατοπέδων εύρισκαν περίθαλψη και θεραπεία οι ασθενείς και τραυματίες στρατιώτες, ενώ σ' αυτά των αγροκτημάτων οι άρρωστοι και καταπονημένοι δούλοι. Ο ειδικευμένος σε θέματα αγροτικής οικονομίας Λεύκιος Ιούνιος Μοδεράτος Κολουμέλλας στον 1ο αι. μ.Χ. συμβουλεύει τους ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων αυτών να φροντίζουν τη θεραπεία των άρρωστων δούλων τους και την ξεκούρασή τους, για να εντάσσονται και πάλι στην παραγωγή με ανανεωμένες δυνάμεις. Το πρώτο κτίριο που κτίστηκε αποκλειστικά με σκοπό την περίθαλψη άρρωστων πολιτών φαίνεται να ιδρύθηκε στη Ρώμη το 398 μ.Χ. από μια γυναίκα ονόματι Fabiola. Και είναι ο Αγ. Ιερώνυμος που, αναφερόμενος στη Ρωμαία αυτή ευγενή, χρησιμοποιεί στο λατινικό του κείμενο για πρώτη φορά, όσο ξέρω, την ελληνική λέξη νοσοκομείο με τη σημασία που έχει αυτή σήμερα.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εφημερίδα Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου