Η τέχνη της μουσικής έχει ξεχωριστή θέση στην ελληνική μυθολογία. Το ίδιο και οι τεχνίτες της οι μουσικοί, θεοί και άνθρωποι, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι στις πολλές και θαυμαστές ιστορίες που έφτασαν με την προφορική παράδοση, από τις σκοτεινές αρχές των προϊστορικών χρόνων, ώς την εποχή της πρώτης γραφίδας που τις αποθησαύρισε.
Η μουσική, πριν ακόμα περάσει το κατώφλι που την έφερε από το μύθο στην πραγματικότητα, είχε ήδη, στη συνείδηση των Ελλήνων, πλούσια «ιστορία». Οι θεοί, στον Ολυμπο, γλεντοκοπούσαν, με τραγούδια που έλεγαν οι Μούσες συνοδεία λύρας ή φόρμιγγας που έπαιζε ο Απόλλων:
Ου μεν φόρμιγγος περικαλλέος, ην εχ' Απόλλων
Μουσάων θ', αι άειδον αμειβόμεναι οπί καλή (Ιλιάδος Α, 603)
Αυτή η ίδια η φύση αλλά και η προέλευση των Μουσών που αρχικά ανήκαν στην πολυπληθή οικογένεια των Νυμφών και κατοικούσαν στις πηγές και στα ποτάμια, μπορεί να εξηγεί πώς τα θηλυκά αυτά πνεύματα έγιναν, στο πέρασμα του χρόνου, θεότητες του τραγουδιού και της ποιητικής έμπνευσης. Μήπως δηλαδή το αίσθημα της μουσικής γεννήθηκε από τους ψιθύρους των νερών, από την ηχητική αρμονία των ποταμών και των χειμάρρων. Ο πρώτος έμμετρος και ρυθμικός λόγος, το πρώτο μέλος της ανθρώπινης φωνής, να αποτελεί, άραγε, απλή ηχώ των μεγάλων και επιβλητικών φωνών της φύσης;
Η αλήθεια είναι πως οι προϊστορικοί λαοί της Ελλάδας έπλασαν πολλούς μύθους για τη μουσική, τους μουσικούς, τα όργανα και για όλα τα άλλα σχετικά με την τέχνη του Απόλλωνα. Μύθους που, όπως πολλοί μύθοι της μακρινής εκείνης εποχής, μπορεί συχνά να ξαφνιάζουν, για το παράδοξο, το φαινομενικώς απλοϊκό, ακόμα και το ηθικώς μεμπτόν, που κάποτε εμπεριέχουν, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο αν τους απογυμνώσουμε από τις ποιητικές τους αρετές. Τα πνεύματα, τα πρόσωπα, οι διάφορες οντότητες που συναντιούνται στους μύθους, παρουσιάζονται να έχουν ιδιότητες κάθε άλλο παρά μονοσήμαντες, ακόμα και αντιφατικές, ανάλογα με το περιεχόμενο, με τους συμβολισμούς, αλλά και με το κρυμμένο, εντός του μύθου, αίτιο το οποίο, υποθέτουμε, αποτελεί την αφετηρία της δημιουργίας τους.
Ενας γνωστός μουσικός ήρωας της μυθολογίας είναι ο Σειληνός Μαρσύας από τη Φρυγία. Γνωστός, όσο και τραγικός, αφού πλήρωσε με τη ζωή του το θάρρος του να παραβγεί σε μουσικό αγώνα με τον ίδιο το θεό της μουσικής Απόλλωνα. Οι Σειληνοί, που ήταν κι αυτοί σύντροφοι του Βάκχου, ανήκουν στην οικογένεια των Σατύρων, αλλά ξεχωρίζουν απ' αυτούς κατά το ότι προέρχονται από τις θρησκευτικές παραδόσεις της Μικράς Ασίας (κυρίως της Φρυγίας) και αντίθετα με τους Σάτυρους των βουνών και των δασών της κυρίως Ελλάδας, αυτοί ήσαν δαιμόνια των πηγών και των ποταμών.
Οταν λοιπόν ο Μαρσύας ένιωσε πως η δεξιοτεχνία του στον αυλό είχε φτάσει σε υψηλό επίπεδο, τόλμησε να καυχηθεί πως είναι τόσο καλός μουσικός όσο και ο Απόλλων -κι ακόμα καλύτερος.
Ο θεός θεώρησε τη σύγκριση υβριστική. Τόσο για την αλαζονεία ενός κατωτέρου του όντος όσο και για το ότι ο Μαρσύας ήταν αυλητής και ο αυλός δεν ήταν ακόμα αποδεκτός στην Ελλάδα ως όργανο πρωτόγονο (σε σύγκριση με τη λύρα του Απόλλωνα) και ως εκπρόσωπος της κατώτερης ασιατικής τέχνης.
Ετσι, ο Απόλλων κάλεσε τον Μαρσύα να αποδείξει την αξία του σε ένα μουσικό διαγωνισμό που έγινε στο όρος Τμώλον της Μικράς Ασίας και στον οποίο, όπως ήταν επόμενο, οι κριτές ανακήρυξαν νικητή ποιον άλλον; το θεό, φυσικά, κι εκείνος, για να τιμωρήσει τον αλαζόνα Μαρσύα, ούτε λίγο ούτε πολύ τον έγδαρε ζωντανό και κρέμασε το δέρμα του στο άνοιγμα ενός σπηλαίου για παραδειγματισμό. Στις Κελαινές της Μ. Ασίας έδειχναν αργότερα μια σπηλιά, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κρεμασμένη η προβιά του Μαρσύα.
Στο μέρος αυτό ήταν οι πηγές του ποταμού που λεγόταν, κι αυτός, Μαρσύας. Σύμφωνα, μάλιστα, με μια λεπτομέρεια του μύθου, ένας από τους κριτές του διαγωνισμού (αγωνοδίκης) ήταν ο γνωστός, από άλλους μύθους, βασιλιάς της Φρυγίας Μίδας, ο οποίος ψήφισε υπέρ του Μαρσύα και για τιμωρία του ο θεός μετέτρεψε τα αυτιά του σε αυτιά γαϊδάρου.
Ωστόσο, ο μουσικός αγώνας ανάμεσα στον Απόλλωνα, που αντιπροσωπεύει το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, και στον αυλητή Μαρσύα, που συμβολίζει την υποδεέστερη (κατά την αντίληψη της εποχής) ασιατική μουσική, τελειώνει μεν με τη νίκη του Απόλλωνα και την παραδειγματική τιμωρία του Μαρσύα, αλλά στο τέλος (το 586 π.Χ.) ο περιφρονημένος αυλός καταφέρνει να πολιτογραφηθεί ως ελληνικό όργανο στους Δελφούς, όταν ο Αργείος αυλητής Σακκάδας συνέθεσε μουσικό νόμο και λυρικό άσμα και κέρδισε το πρώτο βραβείο στην εορτή των Πυθίων. Γι' αυτό και υπάρχει μια αναθεωρημένη εκδοχή του μύθου: Ο θεός αργότερα μετάνιωσε για την αυστηρότητα (και την αγριότητα) που έδειξε στον άμοιρο Μαρσύα. Γι' αυτό πήγε και ξεκρέμασε το δέρμα του, ώστε σιγά σιγά (όπως γίνεται πάντα) να ξεχαστεί το δυσάρεστο αυτό ζήτημα. Δεν τα κατάφερε όμως να σβήσει εντελώς όλα τα ίχνη. Στις παραστάσεις της αρχαίας ελληνικής τέχνης, ο Ερμής (ο δημιουργός της λύρας του Απόλλωνα) συχνά εικονίζεται να κρατά στο χέρι το «μαρσύπιον», ένα βαλάντιο (πορτοφολάκι) από δέρμα. Επίσης, «μαρσύπια» και «μάρσιπους» λένε, στη στρατιωτική ορολογία, το ζεύγος των δερμάτινων σάκων εκατέρωθεν της σέλας του αλόγου, μέσα στους οποίους ο ιππέας τοποθετεί διάφορα χρήσιμα αντικείμενα (σκεύη) είδη καθαριότητας, τρόφιμα κ.λπ. Ας μην ξεχάσουμε ν, αναφέρουμε, βέβαια, τα 140 είδη των μαρσιπορόφων θηλαστικών (marsipialia) της μακρινής Αυστραλίας.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ε. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Αναδημοσίευση από: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου