Έλξη του αναφορικού έχουμε όταν η πτώση της αναφορικής αντωνυμίας (γενική ή δοτική) που εισάγει την αναφορική πρόταση δε δικαιολογείται από τη συντακτική της θέση (ενν. στην αναφορική) και έπρεπε να βρίσκεται σε αιτιατική
* Επομένως, η αιτιατική του αναφορικού έλκεται από ένα προσδιοριζόμενο ουσιαστικό ή αντωνυμία (συνήθως δεικτική), τα οποία βρίσκονται σε γενική ή δοτική και μετατρέπεται και αυτή σε γενική ή δοτική:
π.χ. Ὡμολογήσαμεν ἐμμένειν ταῖς δίκαις αἷς (αντί ἅς) ἄν δικάζῃ ἡ πόλις.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
* Το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό υπάρχει πάντα στο κείμενο, ενώ η προσδιοριζόμενη αντωνυμία (δεικτική) συνήθως παραλείπεται, ως μη σημαντική, και τη συντακτική της θέση παίρνει η αναφορική πρόταση.
π.χ. Ἀμελῶ ὧν (= τούτων ἅ) με δεῖν πράττειν [ὧν: αντικείμενο στο πράττειν από έλξη του αναφορικού ὧν με δεῖ πράττειν: αντικείμενο στο ἀμελῶ στη θέση του τούτων]
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
* Αν η δεικτική αντωνυμία ήταν τμήμα ενός εμπρόθετου προσδιορισμού, μετά την παράλειψή της το αναφορικό παίρνει τη θέση της και τότε η αναφορική πρόταση εισάγεται με εμπρόθετο προσδιορισμό.
π.χ. Εἰσφέρει ἕκαστος ἀφ’ ὧν (= ἀπό τούτων) ἔχει
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΕΛΞΗ
Σπάνια ο προσδιοριζόμενος όρος έλκεται από την πτώση της αναφορικής αντωνυμίας και τίθεται στην ίδια πτώση με αυτή.
π.χ. Τήν οὐσίαν (= ἡ οὐσία) ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῖ, ἀξία ἐστί δέκα ταλάντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου