ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
Α΄ Από πρωτότυπο
Ἐπειδή δέ ὁ ἄνθρωπος θείας μοίρας, πρῶτον μέν διά τήν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεούς ἐνόμισεν, καί ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καί ἀγάλματα θεῶν· ἔπειτα φωνήν καί ὀνόματα ταχύ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, καί οἰκήσεις καί ἐσθῆτας καί ὑποδέσεις καί στρωμνάς καί τάς ἐκ γῆς τροφάς ηὕρετο. Οὕτω δή παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχάς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δέ οὐκ ἦσαν· ἀπώλλυντο οὖν ὑπό τῶν θηρίων διά τό πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι, καί ἡ δημιουργική τέχνη αὐτοῖς πρός μέν τροφήν ἱκανή βοηθός ἦν, πρός δέ τόν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής - πολιτικήν γάρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική - ἐζήτουν δή ἁθροίζεσθαι καί σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις· ὅτ’ οὖν ἀθροισθεῖεν, ἡδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τήν πολιτικήν τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο. Ζεύς οὖν δείσας περί τῷ γένει ἡμῶν μή ἀπόλοιτο πᾶν, Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καί δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καί δεσμοί φιλίας συναγωγοί. Ἐρωτᾷ οὖν Ἑρμῆς Δία τίνα οὖν τρόπον δοίη δίκην καί αἰδῶ ἀνθρώποις· "Πότερον ὡς αἱ τέχναι νενέμηνται , οὔτω καί ταύτας νείμω; Νενέμηνται δέ ὧδε· εἷς ἔχων ἰατρικήν πολλοῖς ἱκανός ἰδιώταις, καί οἱ ἄλλοι δημιουργοί· καί δίκην δή καί αἰδῶ οὕτω θῶ ἐν τοῖς ἀνθρωποῖς, ἤ ἐπί πάντας νείμω;" "Ἐπί πάντας," ἔφη ὁ Ζεύς, "καί πάντες μετεχόντων· οὐ γάρ ἄν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν· καί νόμον γε θές παρ’ ἐμοῦ τόν μή δυνάμενον αἰδοῦς καί δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως."
(Πρωταγόρας, ενότητα 4)
Β΄ Από μετάφραση
Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια· συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή. Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, όπως ακριβώς και οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων και αφού αυτό που λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως είναι τελικά η φύση κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του σπιτιού, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία; Επίσης: Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο. Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως και ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πόλη (πολιτικόν ζῷον)·
(Πολιτικά Αριστοτέλους, ενότητα 12)
Μετάφραση
1. Να μεταφράσετε τα εξής αποσπάσματα:
α) "Οὕτω δή παρεσκευασμένοι ... κτίζοντες πόλεις· "
β) "καί δίκην δή καί αἰδῶ οὕτω ... ὡς νόσον πόλεως."
Ερμηνευτικές παρατηρήσεις
1. Στο απόσπασμα αυτό ο Πρωταγόρας προσπαθεί μέσω του μύθου να αποδείξει το διδακτό της αρετής: α) Γιατί ο ορθολογιστής Πρωταγόρας χρησιμοποιεί μύθο; Ποια πλεονεκτήματα του εξασφαλίζει; β) Πώς τελικά μέσα από το μύθο αποδεικνύει ότι η αρετή διδάσκεται;
2. Να εντοπίσετε τις διαφορές του Πρωταγόρα και του Αριστοτέλη ως προς τη γένεση και τους σκοπούς της πόλης.
3. Να αναφέρετε τους συλλογισμούς με τους οποίους ο Αριστοτέλης προσπαθεί να αποδείξει ότι η πόλη είναι "φύσει" και να τους αξιολογήσετε.
Λεξιλογικές παρατηρήσεις
1. Να δώσετε την ετυμολογία των παρακάτω λέξεων: "μοῖρα", "συγγένεια", "βωμός", "φωνή", "ὑπόδεσις", "δημιουργικός", "ἱκανός", "ἰατρική", "ἰδιώτης".
2. Να γράψετε στην αρχαία ελληνική τα συνώνυμα των λέξεων: "μοῖρα", "νομίζω", "ἄγαλμα", "ἐσθής", "βοηθός", "ζητῶ", "ἀθροίζω", "σκεδάννυμι", "διαφθείρω", "δέδοικα".
Εισαγωγή
1. α) Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των φιλοσόφων - βασιλέων στην πλατωνική πολιτεία; β) Πώς προκύπτει η τυραννία σύμφωνα με τον Πλάτωνα;
Απαντήσεις
Μετάφραση
α) Έτσι λοιπόν εφοδιασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένα, πόλεις όμως δεν υπήρχαν· καταστρέφονταν λοιπόν απ’ τα θηρία επειδή από κάθε άποψη ήταν πιο ανίσχυροι απ’ αυτά, και οι τεχνικές γνώσεις ήταν γι’ αυτούς καλή βοηθός για την τροφή τους, αλλά ανεπαρκής για τον πόλεμο µε τα θηρία. Γιατί δεν είχαν ακόμη πολιτική τέχνη, της οποίας μέρος (είναι) η πολεμική· επιδίωκαν λοιπόν να συναθροίζονται και να διασώζονται κτίζοντας πόλεις.
β) Και τη δικαιοσύνη και το σεβασμό έτσι να βάλω στους ανθρώπους ή να τις μοιράσω σ’ όλους; Σ’ όλους, είπε ο Δίας, κ’ όλοι να έχουν μερίδιο· γιατί δεν μπορεί να υπάρχουν πόλεις, εάν μετέχουν σ’ αυτές λίγοι, όπως ακριβώς σ’ άλλες τέχνες· και βάλε ένα νόµο από εμένα, αυτόν που δεν μπορεί να μετέχει στον σεβασμό και τη δικαιοσύνη να (τον) θανατώνουν, σαν αρρώστια της πόλης.
Ερμηνευτικές παρατηρήσεις
1. α) Οι σοφιστές, ως γνωστόν, χρησιμοποιούν εναλλακτικά το "μύθο" και το "λόγο" για την παρουσίαση της διδασκαλίας τους. Η χρήση μύθου εκ μέρους τους δεν έρχεται σ’ αντίφαση με τον ορθολογισμό τους. Οι σοφιστές δεν επιδιώκουν να εξοβελίσουν το μύθο, αλλά τη μυθική ερμηνεία του κόσμου. Μεταχειρίζονται το μύθο ως διδακτικό μέσο, χωρίς επιφυλάξεις, γιατί πιστεύουν στην παιδαγωγική του δύναμη και την κοινωνική του αποτελεσματικότητα. Ο μύθος άλλωστε είναι παγκόσμιο φαινόμενο· χρησιμοποιείται για τέρψη και για διδακτικούς σκοπούς. Οι σοφιστές με τη χρήση του δείχνουν το σεβασμό τους στην παράδοση. Απορρίπτουν κάθετι που προσβάλλει τη λογική και κρατούν τη γοητεία της αφήγησης και την διδακτική του ικανότητα. Χρησιμοποιείται εκεί που δεν χωράει η λογική διερεύνηση ή όταν αναφέρεται σε πολύ μακρινό παρελθόν. Επιπλέον, ο μύθος έχει χαρακτήρα ποιητικό και συμβολικό, με αποτέλεσμα να ’ναι ελκυστικός. Εξάλλου, το ανομοιογενές ακροατήριο, στο οποίο απευθύνεται ο Πρωταγόρας, δικαιολογεί τη χρήση του μύθου ως εύληπτου τρόπου διδασκαλίας.
1. β) Ο Πρωταγόρας στην προσπάθειά του να αποδείξει το διδακτό της αρετής χρησιμοποιεί το μύθο σχετικά με τη δημιουργία της ανθρώπινης κοινωνίας. Σύμφωνα μ’ αυτόν οι άνθρωποι, που αρχικά ζούσαν μεμονωμένοι, αναγκάστηκαν να συναθροιστούν και να δημιουργήσουν πόλεις, για να προστατευθούν απ’ τα άγρια θηρία. Όμως, η συμβατική τους συμβίωση δεν είχε διάρκεια, γιατί λόγω έλλειψης πολιτικής οργάνωσης αδικούσαν ο ένας τον άλλο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αρχίζουν να διασκορπίζονται και να σκοτώνονται πάλι απ’ τα θηρία. Τότε επέμβηκε ο Δίας, ο οποίος μέσω του Έρμη στέλνει "τήν αἰδῶ καί τήν δίκην" ως μέσα για την εξασφάλιση της τάξης και τη διασφάλιση ομαλών σχέσεων ανάμεσα στα άτομα. Διατάζει, μάλιστα, να μοιραστούν τα δώρα αυτά σ’ όλους τους ανθρώπους. Πιστεύει πως, αν δεν συμμετέχουν όλοι σ’ αυτές, δεν θα μπορέσει να υπάρξει πόλη. Για να τονίσει την σπουδαιότητα της συμμετοχής όλων στην αιδῶ και τη δίκη επισείει τη θανατική ποινή σ’ όποιον δεν μετέχει σ’ αυτές.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει διάφορες αντιφάσεις στο μύθο: α) αφού η αιδώς και η δίκη δόθηκαν ως θεϊκά δώρα σ’ όλους, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει η πιθανότητα να μην την έχει κάποιος με συνέπεια την εξόντωσή του; β) αφού η αιδώς και η δίκη, τα συστατικά δηλ. στοιχεία της πολιτικής αρετής, δόθηκαν σ’ όλους, ποιος ο λόγος ύπαρξης των σοφιστών και του ίδιου του Πρωταγόρα, οι οποίοι επαγγέλλονται την διδασκαλία της πολιτικής αρετής; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι η εξής: Αν αφαιρέσουμε τα μυθολογικά στοιχεία απ’ την αφήγηση του Πρωταγόρα μένει ότι η αιδώς και η δίκη δεν υπήρξαν εξαρχής μέρος της ανθρώπινης φύσης, γι’ αυτό και οι πρωτόγονοι, μολονότι είχαν τη νοημοσύνη να μαθαίνουν διάφορες "τέχνες", συμπεριφέρονταν με αγριότητα ο ένας στον άλλον και δεν μπορούσαν να συνεργαστούν. Η πολιτική αρετή, λοιπόν, δεν υπήρξε έμφυτη, αλλά δόθηκε αργότερα απ’ το Δία σ’ όλους. Το ότι δόθηκε σ’ όλους, αυτό σημαίνει ότι η αρετή είναι κτήμα "δυνάμει" όλων, αποτελεί δηλ. δυνάμει χαρακτηριστικό και όχι κατοχυρωμένο χάρισμα. Αν κάποιος θελήσει να το κάνει κατοχυρωμένο χάρισμα, τότε χρειάζεται να καταφύγει σε διάφορες μεθόδους, όπως είναι η επιμέλεια, η άσκηση και η διδαχή. Και βέβαια, ως προς αυτή την κατεύθυνση καθοριστικό ρόλο θα παίξει ο δάσκαλος δηλ. ο σοφιστής, ο οποίος θα προσπαθήσει σ’ αυτόν, που έχει την προδιάθεση να εξελιχθεί σταδιακά, να του διδάξει την πολιτική αρετή.
2. Ο Αριστοτέλης έρχεται σε αντίθεση με τους σοφιστές και συγκεκριμένα με τον Πρωταγόρα ως προς τη γένεση και τους σκοπούς της πόλης. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι "φύσει πολιτκόν ζῷον", δηλ. έχει έμφυτη την τάση του "κοινωνεῖν", της συμβίωσης, της συμμετοχής, της κοινωνίας. Η κοινωνία δεν είναι ένα επιφαινόμενο, αποτέλεσμα μιας αδήριτης ανάγκης, αλλά ανθρώπινο ένστικτο, μέρος της ανθρώπινης φύσης. Πηγάζει απ’ την κοινωνική ορμή του ανθρώπου και υπάρχει εκ φύσεως ("πᾶσα πόλις φύσει ἐστίν"). Αντίθετα, ο Πρωταγόρας υποστηρίζει πως αίτιο δημιουργίας των πρώτων κοινωνικών σχηματισμών ήταν ο κίνδυνος για τα θηρία και η ανεπάρκεια των ανθρώπων να τα αντιμετωπίσουν. Η πόλη δηλ. είναι προϊόν ανάγκης, κατά τον σοφιστή. Οι άνθρωποι δεν είναι πλασμένοι να ζουν οργανωμένοι σε πόλεις. Και η οργάνωση, βέβαια, των πόλεων γίνεται "νόμῳ", κατόπιν δηλ. σύμβασης – συμφωνίας μεταξύ των ανθρώπων, η οποία προϋποθέτει την αιδώ και τη δίκη, προκειμένου να ζουν αρμονικά. Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειωθεί πως η αιδώς και η δίκη, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, δεν είναι μέρος της αρχικής φύσης των ανθρώπων, αλλά δόθηκαν αργότερα απ’ το Δία, πράγμα που δεν βρίσκει σύμφωνο το φιλόσοφο, ο οποίος θεωρεί πως οι έννοιες αυτές είναι έμφυτες στον άνθρωπο χάρη στο "λόγο" με τον οποίο η φύση προίκισε τον άνθρωπο. Η αντιπαράθεση, όμως, των δύο αντρών δεν σταματά εδώ, μα συνεχίζεται και ως προς τους σκοπούς της πόλης. Για τον Πρωταγόρα σκοπός της πολιτικής κοινότητας είναι η ασφάλεια, η άμυνα, η επιτυχής αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων και γενικότερα η διασφάλιση της ζωής. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης θεωρεί πως ο σκοπός της πόλης δεν είναι απλώς το ζῆν, δηλ. η κάλυψη των βασικών αναγκών, αλλά το εὖ ζῆν, δηλ. η ηθικοπνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου, η ηθική τελείωση, η ποιοτικά ανώτερη κοινωνική ζωή, η αυτάρκεια, η ευδαιμονία, η οποία μάλιστα, σύμφωνα με το φιλόσοφο, είναι το ύψιστο αγαθό. Και βέβαια, οι παραπάνω στόχοι, τονίζει ο Αριστοτέλης, υλοποιούνται και πραγματώνονται μονάχα μέσα στην πόλη. Όποιος ισχυριστεί το αντίθετο, τότε δεν είναι άνθρωπος αλλά ζώο ή θεός!
3. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η πολιτική κοινότητα δημιουργήθηκε "φύσει" , από φυσική αναγκαιότητα, και όχι "νόμῳ", δηλ. ύστερα από σύμβαση-συμφωνία των ανθρώπων, που την αποτελούν. Ο άνθρωπος έχει μέσα του τη φυσική τάση να ζει σε οργανωμένη κοινωνία. Αυτό το αποδεικνύει με τους εξής συλλογισμούς:
Α’ συλλογισμός:
α) Οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, δηλ. η οικογένεια και η κώμη είναι από φυσική ανάγκη (φύσει).
β) Η πόλη προήλθε από τη συνένωση κωμών.
Συμπέρασμα: Η πόλη είναι φυσική οντότητα (φύσει).
Β’ συλλογισμός:
α) Η πόλη είναι τέλος εκείνων, δηλ. των πρώτων κοινωνιών.
β) Η φύση είναι τέλος (: η φύση κάθε πράγματος είναι η μορφή που αυτό έχει κατά την τελείωση του).
Συμπέρασμα: Η πόλη είναι φυσική οντότητα (φύσει).
Γ’ συλλογισμός:
α) Η φύση είναι τέλος – τελείωση – ολοκλήρωση.
β) Το τέλος είναι κάτι το έξοχο.
γ) Η αυτάρκεια είναι και τέλος – τελείωση και κάτι το έξοχο.
δ) Η πόλη και μόνο αυτή πετυχαίνει την ύψιστη αυτάρκεια, το εὖ ζῆν.
Συμπέρασμα: Από τις τρεις πρώτες προκείμενες του συλλογισμού βγαίνει το συμπέρασμα ότι η αυτάρκεια είναι φύσει, είναι φυσικό αγαθό και μάλιστα το υπέρτατο αγαθό. Αν, στη συνέχεια, συνδυάσουμε τη σκέψη αυτή με τη δ’ προκείμενη του συλλογισμού, οδηγούμαστε στο γεγονός ότι μόνο μέσα σε μια φυσική οντότητα θα μπορούσαμε να βρούμε την αυτάρκεια, το φυσικό αυτό αγαθό. Η φυσική αυτή ύπαρξη δεν είναι καμία άλλη παρά η πόλη, όπως η ίδια ενότητα αναφέρει, αφού μόνο μέσα σ’ αυτή ο άνθρωπος μπορεί να ’ναι αυτάρκης και ευδαίμων.
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΩΝ:
Απ’ τους συλλογισμούς του Αριστοτέλη, ο πρώτος συλλογισμός δεν είναι ισχυρός, γιατί στηρίζεται σε υπόθεση ("διό πᾶσα πόλις φύσει ἐστίν, εἴπερ καί αἱ πρῶται κοινωνίαι").
Αντίθετα, ισχυρός είναι ο β’ συλλογισμός σύμφωνα με τον οποίο η πόλη είναι φύσει, γιατί είναι ολοκλήρωση-τέλος, και ο γ’ συλλογισμός, όπου μέσω της αυτάρκειας αποδεικνύει ότι η πόλη είναι φύσει.
Λεξιλογικές παρατηρήσεις
1. μοῖρα: μοιράζομαι
συγγένεια: συγγενής < σύν + γένος (< γίγνομαι)
βωμός: βαίνω
φωνή: φημί
ὑπόδεσις: ὑπό + δέω - ῶ
δημιουργικός: δημιουργός < δῆμος + ἔργον
ἱκανός: ἱκνοῦμαι
ἰατρική: ἰατρός < ἰάομαι - ῶμαι
ἰδιώτης: ἴδιος
2. μοῖρα: τύχη, εἱμαρμένη, πεπρωμένη
νομίζω: δοκῶ, οἴομαι, ἠγοῦμαι + απαρέμφατο
ἄγαλμα: ἀνδριάς
ἐσθής: ἔνδυμα, ἱμάτιον, περιβολή
βοηθός: ἐπίκουρος, ἀρωγός, σύμμαχος
ζητῶ: αἰτῶ
ἀθροίζω: ἀγείρω, συλλέγω
σκεδάννυμι: διασπείρω
διαφθείρω: ἀπόλλυμι, λωβῶμαι
δέδοικα: φοβοῦμαι, ὁκνῶ, ὀρρωδῶ
Εισαγωγή
1. α) Βλέπε σελ. 100 του σχολικού βιβλίου "Αρχαία Ελληνικά. Φιλοσοφικός Λόγος": "Οι φιλόσοφοι - βασιλεῖς ... λειτούργημά τους".
1. β) Βλέπε σελ. 102 του σχολικού βιβλίου "Αρχαία Ελληνικά. Φιλοσοφικός Λόγος": "Η άμετρη ελευθερία ... ανοσιούργημα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου