Ο χουλιγκανισμός και η αθλητική βία.
Εύλογη είναι η αμηχανία που γεννά κάθε προσπάθεια ερμηνείας του φανατισμού και της βίας που επικρατούν στους αθλητικούς χώρους. Εύλογη, γιατί μολονότι ξένα προς τον αθλητισμό τα φαινόμενα αυτά βρίσκουν στους κόλπους του πρόσφορο έδαφος και ολοένα αναπτύσσονται.
Εύλογη είναι η αμηχανία που γεννά κάθε προσπάθεια ερμηνείας του φανατισμού και της βίας που επικρατούν στους αθλητικούς χώρους. Εύλογη, γιατί μολονότι ξένα προς τον αθλητισμό τα φαινόμενα αυτά βρίσκουν στους κόλπους του πρόσφορο έδαφος και ολοένα αναπτύσσονται.
Ωστόσο, η ευθύνη δεν μπορεί να καταλογιστεί μόνο στον αθλητισμό: αφού ο αθλητισμός δεν αποτελεί νησίδα ξεκομμένη απ’ το κοινωνικό περιβάλλον, είναι επόμενο να επηρεάζεται από την παθογένεια του και στο πλαίσιο του να βρίσκουν έκφραση πολλές αντιφάσεις και προβλήματα κοινωνικού ή πολιτικού χαρακτήρα.
Έτσι, η έλλειψη σύμπνοιας και συντροφικότητας μεταξύ είτε των αθλητών είτε των οπαδών αποτυπώνει τη χαλάρωση των κοινωνικών δεσμών. Αυτό σημαίνει πως σε μια κοινωνία με εξασθενημένη τη συνείδηση της συλλογικότητας και με έντονους τους ανταγωνισμούς μεταξύ των μελών, είναι εύκολο να αναπτυχθούν μορφές διάκρισης των ανθρώπων με κριτήριο τις αθλητικές ομάδες και να καλλιεργηθούν σχέσεις αντιπαλότητας μεταξύ των οπαδών τους.
Άλλωστε, η ένταξη στο σύνολο των οπαδών μιας ομάδας αποτελεί έκφραση της ανάγκης που νιώθει ο άνθρωπος να ανήκει κάπου και της αδυναμίας του να την ικανοποιήσει μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο. Για τους περισσότερους λοιπόν οπαδούς η ομάδα δεν είναι ένα απλό αθλητικό σωματείο: είναι αξία, σύμβολο, τρόπος ζωής και πάνω απ’ όλα παράγοντας νοηματοδότησης της δικής τους ζωής. Η επιθετικότητα λοιπόν που εκφράζουν σε βάρος των άλλων οπαδών είναι αποτέλεσμα της ανάγκης τους να υπερασπιστούν το σύστημα των αρχών και αξιών πάνω στο οποίο στηρίζουν τη δική τους ύπαρξη.
Ακόμα, καμία θέση δεν έχει πλέον το φίλαθλο πνεύμα σε ένα χώρο που κυριαρχείται απ’ τις αξίες της ελεύθερης αγοράς. Μ’ άλλα λόγια, η ανάπτυξη του φανατισμού δεν αποτελεί τυχαίο ή περιστασιακό φαινόμενο, αλλά εμπίπτει στην ίδια τη λογική της αθλητικής οικονομίας και εξυπηρετεί αποτελεσματικά τους σκοπούς της: η μετεξέλιξη των φιλάθλων σε οπαδούς είναι μια διαδικασία που υλοποιείται μέσα απ’ τις τεχνητές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των ομάδων, τη δημιουργία απ’ τους οπαδούς συνδέσμων και τη λειτουργία του αθλητικού τύπου, ώστε να εξασφαλιστεί και να αυξηθεί η πελατειακή βάση των αθλητικών συλλόγων.
Τέλος, η ανάπτυξη του φανατισμού είναι το ακραίο αποτέλεσμα μιας πολιτικής επιλογής που ακολουθείται για την επικέντρωση του κοινωνικού ενδιαφέροντος σε ζητήματα αθλητικού χαρακτήρα. Εκδήλωση της πολιτικής αυτής είναι η συστηματική προβολή του ποδοσφαίρου, η ένταξη του στο πλαίσιο της καθημερινής ενημέρωσης του πολίτη και η καλλιέργεια ενός δημόσιου λόγου γύρω από αθλητικά θέματα. Όταν λοιπόν σε καθημερινή βάση γίνεται λόγος για ζητήματα που ξεκινούν από τα αποτελέσματα των αγώνων και τελειώνουν στην ιδιωτική ζωή των αθλητών, είναι φυσικό το αρχικό ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο, την καλαθοσφαίριση κτλ. σιγά σιγά να εξελίσσεται σε φανατική προσκόλληση σε μια ομάδα.
Κάτω απ’ τις συνθήκες αυτές δε δικαιούμαστε να μιλάμε για φίλαθλο πνεύμα και ευ αγωνίζεσθαι. Όλα αυτά μοιάζουν μακρινά και ξεχασμένα, η δε επίκληση τους, αν δεν αποτελεί ιδεολογικό μέσο για τη συσκότιση της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στον αθλητισμό, δεν είναι τίποτε άλλο από αποτέλεσμα μιας ρομαντικής θεώρησης των πραγμάτων που αδυνατεί να κατανοήσει πως κάτω απ’ την κυριαρχία των κοινωνικών ανταγωνισμών, των οικονομικών συμφερόντων και των πολιτικών σκοπιμοτήτων το αθλητικό πνεύμα έχει αρχίσει να ψυχορραγεί εδώ και πολλές δεκαετίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου