1. Με ποιο τρόπο επιχειρεί ο Αριστοτέλης στη 2η ενότητα να καταδείξει τη σχέση της ηθικής αρετής με την ηθική πράξη;
2. «Μαρτυρεῖ δέ καί τό γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν» (ΕΝΟΤΗΤΑ 3η): Ποιο είναι το κύριο έργο της πολιτείας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, και πώς υλοποιείται;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Ο Αριστοτέλης ήδη από την 1η ενότητα διατύπωσε τη θέση του για τις ηθικές αρετές, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν επίκτητες και όχι έμφυτες ιδιότητες. Στη 2η ενότητα ενισχύει με μια πρόσθετη απόδειξη τη θέση του αυτή. Η θεμελίωσή της στηρίζεται στη διάκριση των εννοιών «δύναμις» και ἐνέργεια». Ως «δύναμιν» ο Αριστοτέλης εννοεί τη δυνατότητα κάθε πράγματος ή όντος να γίνει ή να κάνει κάτι, ενώ ως «ἐνέργειαν» την πραγμάτωση της δυνατότητας αυτής. Με βάση την παραπάνω εννοιολογική διάκριση ο αποδεικτικός συλλογισμός του Αριστοτέλη αναφορικά με τον επίκτητο χαρακτήρα των ηθικών αρετών αναπτύσσεται ως εξής: α. Σε όσες ιδιότητες του ανθρώπου είναι έμφυτες, όπως για παράδειγμα η όραση και η ακοή, προηγείται χρονικά η «δύναμις» και ακολουθεί η «ἐνέργεια». Ο άνθρωπος φέρει μέσα του την ενδιάθετη δυνατότητα να δει ή να ακούσει και στη συνέχεια προχωρά στην άσκηση των αντίστοιχων λειτουργιών, β. τις ηθικές αρετές ο άνθρωπος τις αποκτά με τον εθισμό, με τη συνεχή τέλεση ηθικών πράξεων. Γίνεται, για παράδειγμα, δίκαιος με την τέλεση δίκαιων πράξεων, ανδρείος με την τέλεση ανδρείων πράξεων κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι στις συγκεκριμένες ιδιότητες προηγείται χρονικά η «ἐνέργεια» και έπεται η «δύναμις». Επομένως, οι ηθικές αρετές δεν ανήκουν στην κατηγορία των έμφυτων ιδιοτήτων. Ο φιλόσοφος, θέλοντας να κάνει πιο κατανοητό τον συλλογισμό του, χρησιμοποιεί την αναλογία. Έτσι, παραλληλίζει τον τρόπο απόσκτησης των ηθικών αρετών («λαμβάνομεν») με εκείνον της εκμάθησης των πρακτικών και των καλών τεχνών («μανθάνομεν»). Δίνει το παράδειγμα του οικοδόμου και του κιθαριστή, οι οποίοι κατακτούν την τέχνη τους μέσα από την επαναληπτική τέλεση των αντίστοιχων ενεργειών («οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καἰ κιθαρίζοντες κιθαρισταί»). Κατ' ανάλογο τρόπο κατακτώνται και οι ηθικές αρετές, με την τέλεση πράξεων που προσιδιάζουν σε αυτές.
2. Συνεχίζοντας στην 3η Ενότητα την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τον επίκτητο χαρακτήρα των ηθικών αρετών, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στο έργο των νομοθετών και των διδασκάλων σε μια πολιτική κοινωνία. Ο φιλόσοφος θεωρεί ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα της πολιτείας το παιδευτικό, που υλοποιείται κυρίως με τους νόμους και την παιδεία. Έτσι, λοιπόν, τονίζει ότι πρώτιστο μέλημα και επιδίωξη κάθε νομοθέτη είναι η ηθική αρτίωση των πολιτών, που πραγματώνεται με τον εθισμό τους μέσω των νόμων στην εκδήλωση συγκεκριμένων, κοινωνικά αποδεκτών συμπεριφορών («οἱ γάρ νομοθέται τοῦς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς»). Ο βαθμός επίτευξης αυτού του στόχου καθορίζει και τη συνολική αξία του έργου του νομοθέτη, καθώς και την ποιότητα του πολιτεύματος που αυτός συνέταξε («πολιτεία πολιτείας ἀγαθή φαύλης»). Αξίζει να σημειωθεί ότι για τους στοχαστές της αρχαίας Ελλάδας η ηθική ήταν στενά συνυφασμένη με την πολιτική, καθώς δεν σχετιζόταν μόνο με την ατομική αλλά και με τη συλλογική, δηλαδή την πολιτική, δράση και αποτελούσε στόχο του ορθού πολιτεύματος. Επίσης, ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας τη συλλογιστική πορεία των προηγούμενων ενοτήτων, διατυπώνει την άποψη ότι η γένεση και η φθορά κάθε ηθικής αρετής οφείλεται στον τρόπο που αυτή ασκείται, όπως συμβαίνει και με τις τέχνες («.Ἔτι ἐκ τῶν αὑτῶν ... ὁμοίως δέ και τέχνη»). Και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τα παραδείγματα του οικοδόμου και του κιθαριστή, για να καταλήξει στη άποψη ότι ο τρόπος άσκησης μιας τεχνικής δεξιότητας καθορίζει και την ποιότητα του ασκούμενου ως τεχνίτη. Επομένως, οι συγκεκριμένες ιδιότητες είναι επίκτητες και όχι έμφυτες. Άλλωστε, αν ήταν έμφυτες, δεν θα χρειαζόταν ο διδάσκαλος, για να διδάξει σε κάποιον, μέσω της άσκησης, μια τέχνη («Εἰ γάρ μή οὓτως εἶχεν ... ἀγαθοἰ ἢ κακοί»). Με τον τρόπο αυτό ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τη συμβολή της παιδείας στην απόκτηση δεξιοτήτων και ικανοτήτων από τον κάθε άνθρωπο.
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αἰσχίνου, Κατά Τιμάρχου, 167-168
Τὸ μὲν γὰρ εἰς τὸν Φίλιππον τῷ λόγῳ πλημμελεῖν ἀμαθὲς μὲν καὶ ἄκαιρον, ἔλαττον δ' οὗ μέλλω λέγειν ἁμάρτημα: ὁμολογουμένως γὰρ εἰς ἄνδρα, καίπερ οὐκ ὢν αὐτὸς ἀνήρ, τὰς βλασφημίας ποιήσεται: ὅταν δὲ ταῖς εἰς τὸν παῖδα πεπραγματευμέναις μεταφοραῖς ὀνομάτων αἰσχρὰς ὑποψίας παρεμβάλλῃ, καταγέλαστον τὴν πόλιν ποιεῖ. Ὡς γὰρ τὰς ἐμὰς εὐθύνας βλάπτων, ἃς ὑπὲρ τῆς πρεσβείας μέλλω διδόναι, φησί με, ὅτ' αὐτὸς πρώην πρὸς τὴν βουλὴν ὑπὲρ τοῦ παιδὸς Ἀλεξάνδρου διεξῄει, ὡς ἔν τῳ πότῳ ἡμῶν κιθαρίζοι καὶ λέγοι ῥήσεις τινὰς καὶ ἀντικρούσεις πρὸς ἕτερον παῖδα, καὶ περὶ τούτων ἃ δή ποτε αὐτὸς ἐτύγχανε γιγνώσκων πρὸς τὴν βουλὴν ἀπεφήνατο, οὐχ ὡς συμπρεσβευτήν, ἀλλ' ὡς συγγενῆ τοῖς εἰς τὸν παῖδα σκώμμασιν ἀγανακτῆσαι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Να αποδώσετε το απόσπασμα στη νέα ελληνική.
2. Να γράψετε το ζητούμενο τύπο για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου:
ἂκαιρον: την ονομαστική ενικού στο θηλυκό γένος
ἒλαττον: τον υπερθετικό βαθμό του επιρρήματος
τάς ἐμάς: τη δοτική πληθυντικού του αρσενικού γένους στο β' πρόσωπο και για έναν κτήτορα
τοῦ παιδός: τη γενική πληθυντικού
τοῖς σκώμμασιν: την ονομαστική ενικού
ποιήσεται: το γ' ενικό ευκτικής ενεστώτα στην ίδια φωνή
διδόναι: το β' ενικό προστακτικής αορίστου β' στην ενεργητική και μέση φωνή
φησί: το απαρέμφατο ενεστώτα και τη μετοχή του ιδίου χρόνου στην ονομαστική ενικού του αρσενικού γένους
λέγοι: το β' ενικό προστακτικής αορίστου β' στην ίδια φωνή
ἀπεφήνατο: το γ' πληθυντικό οριστικής και προστακτικής παρακειμένου στην ίδια φωνή
3. τό πλημμελεῖν, καταγέλαστον, μέ, γιγνώσκων, τοῖς σκώμμασιν, ἀγανακτῆσαι: Να χαρακτηρίσετε συντακτικά τις συγκεκριμένες λέξεις.
4. Να εντοπίσετε τον υποθετικό λόγο που λανθάνει στο κείμενο, να γράψετε την υπόθεση και την απόδοσή του και να επισημάνετε το είδος του.
5. οὐκ ὢν: Να χαρακτηρίσετε συντακτικά τη μετοχή και να τη μετατρέψετε στην αντίστοιχη δευτερεύουσα πρόταση.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Το να προσβάλλει λοιπόν με τα λόγια του τον Φίλιππο είναι βέβαια βλακώδες και παράκαιρο, είναι όμως μικρότερο από το σφάλμα που πρόκειται να αναφέρω' γιατί κατά γενική ομολογία θα εκτοξεύσει τις ύβρεις του εναντίον ενός άνδρα, παρόλο που ο ίδιος δεν είναι άνδρας. Όταν όμως με περιστροφές και ευφημισμούς παρεμβάλλει στην ομιλία του διάφορες αισχρές υπόνοιες σε βάρος του γιου του Φιλίππου, τότε κάνει την πόλη μας καταγέλαστη. Διότι με την ιδέα ότι δυσχεραίνει για μένα τη διαδικασία απόδοσης ευθυνών, που πρόκειται να υποστώ σχετικά με την πρεσβεία, λέει ότι, όταν ο ίδιος παλαιότερα μιλούσε στη βουλή για τον νεαρό Αλέξανδρο και ανέφερε διεξοδικά πως σε κάποιο συμπόσιο μας έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε ορισμένα τραγούδια αλλά και απαντούσε σε εκείνα που έλεγε ένα άλλο παιδί, και γενικά εξέθεσε όσα τύχαινε να γνωρίζει για τον Αλέξανδρο, εγώ τάχα εξοργίσθηκα για όσα χλευαστικά είπε εναντίον αυτού του παιδιού, όχι ως μέλος της πρεσβείας, αλλά σαν να ήμουν συγγενής του.
2. ἂκαιρον: ἡ ἂκαιρος
έλαττον: ἐλάχιστα
τάς εμάς: τοῖς σοῖς
τοῦ παιδός: τῶν παίδων
τοῖς σκώμμασιν: το σκῶμμα
ποιήσεται: ποιοῖτο
διδόναι: δός, δοῦ
φησί: φάναι, φάσκων
λέγοι: εἰπέ
ἀπεφήνατο: άποπεφασμένοι είσί(ν), άποπεφάνθων ή άποπεφάνθωσαν
3. τό πλημμελεῖν: έναρθρο απαρέμφατο, υποκείμενο στο εννοούμενο ρήμα ἐστί
καταγέλαστον: κατηγορούμενο στο «τήν πόλιν» μέσω του συνδετικού ρήματος ποιεῖ
με: υποκείμενο στο απαρέμφατο «ἀγανακτήσαι» (ετεροπροσωπία)
γιγνώσκων: κατηγορηματική μετοχή εξαρτώμενη από το ρήμα ἐτύγχανε, συνημμένη στο εννοούμενο υποκείμενο του («Δημοσθένης»)
τοῖς σκώμμασιν: δοτική της αιτίας από το «ἀγανακτῆσαι»
ἀγανακτῆσαι: ειδικό απαρέμφατο, αντικείμενο στο ρ. φησί.
4. «όταν δε ... τήν πόλιν ποιεῖ»: Η υπόθεση εντοπίζεται στη δευτερεύουσα χρονικο-υποθετική πρόταση (ὃταν παρεμβάλλη) και η απόδοση στο ρ. ποιεῖ (οριστική ενεστώτα) της κύριας πρότασης της ημιπεριόδου. Ο υποθετικός λόγος δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον.
5. ούκ ὢν: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή, συνημμένη στο εννοούμενο υποκείμενο «Δημοσθένης» του ρήματος ποιήσεται. Αναλύεται σε δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση: εἰ καί οὐκ ἐστί(ν).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου