«Δημοσκοπήσεις, μετρήσεις δημοτικότητας πολιτικών προσώπων, διαφημιστικές καμπάνιες, πολιτική προπαγάνδα και απόπειρες επηρεασμού από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας έχουν όλες τους έναν κοινό παρονομαστή: την κοινή γνώμη. (Πολλοί) την επικαλούνται συνεχώς με τόση συνέπεια κι επιμονή, που δημιουργείται η εντύπωση πως η κοινή γνώμη είναι πλέον παντοδύναμη, άξια σεβασμού και, φυσικά, ότι αποτελεί μια χειροπιαστή πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου, χωρίς την οποία δεν νοείται πολιτικός βίος ή /και συλλογική συμπεριφορά.
1η αντίφαση. Όλοι όσοι αναφέρονται ή επικαλούνται την κοινή γνώμη, τονίζουν πάνω απ' όλα τον αξιοσέβαστο χαρακτήρα της καθώς και την παντοδυναμία της. «Η κοινή γνώμη θέλει» αντιστοιχεί στα μάτια τους σε κανόνα απαράβατο, γιατί ισοδυναμεί – πρεσβεύουν - με τη βασική αρχή της δημοκρατίας. Στην περίπτωση αυτή η κοινή γνώμη ταυτίζεται με τη λαϊκή θέληση, που κάθε πολιτικός οφείλει να σέβεται και να εκπροσωπεί. Στον δηλωμένο αυτό σεβασμό της κοινής γνώμης και στην αποδοχή της παντοδυναμίας της, προσκρούει όμως η πρακτική τόσο των ίδιων των πολιτικών όσο και των «ειδικών» της επικοινωνίας: κάθε απόπειρα ιδεολογικής προπαγάνδας, κάθε προεκλογική εκστρατεία, καθώς και κάθε προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, πιστοποιεί για ακριβώς το αντίθετο. Αλλά η βούληση αλλαγής της κοινής γνώμης δεν αντιφάσκει μόνο με τη δήλωση του σεβασμού της· αίρει και την υποτιθέμενη παντοδυναμία , γιατί υποδηλώνει το ευμετάβλητο.
2η αντίφαση. Η έννοια αυτή καθεαυτή της κοινής γνώμης, βασίζεται στην ψευδαίσθηση μιας ακραίας συνοχής και ενότητας των συστατικών της στοιχείων, δηλαδή των πολιτών. Πρόκειται για μια κοπαδική αντίληψη της γνώμης, στην οποία πρυτανεύει η άγνοια του γεγονότος ότι υπάρχουν πολλές κοινές γνώμες, ανάλογα με την κοινωνική κατηγορία στην οποία ανήκουν ή/και αναφέρονται τα άτομα που συμμετέχουν στην έκφρασή της.
3η αντίφαση. Εξακολουθούμε παρ' όλα αυτά να μιλάμε για μία και μοναδική κοινή γνώμη κι όχι για πολλές. Ο λόγος είναι απλός: η κοινή γνώμη θεωρείται συνώνυμη της πλειοψηφίας και βασίζεται στο αυτονόητο (;) της συναίνεσης. Λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο σαν στοιχείο συγκάλυψης των συγκρούσεων που υποβόσκουν και διέπουν κάθε κοινωνικό μόρφωμα.
4η αντίφαση. Αν θέλαμε λοιπόν να φανούμε αυστηροί στην κριτική μας (και ίσως το οφείλουμε), θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με τον κοινωνιολόγο Pierre Bourdien και να αποφανθούμε πως κοινή δεν υπάρχει. Πρόκειται για θεωρητικό κατασκεύασμα των «ειδικών» που την επικαλούνται για λόγους ευκολίας και οι οποίοι λησμονούν στην πορεία τους την επίπλαστη υφή της. Η ανυπαρξία της κοινής γνώμης έχει λοιπόν δύο σκέλη. Στο πρώτο σκέλος αναφερθήκαμε ήδη: αφορά στον χαρακτηρισμό της ως κοινής, μίας και αδιάσειστης γνώμης, ενώ στην ουσία πρόκειται για πολλές και ευμετάβλητες απόψεις. Το δεύτερο σκέλος της εναπόκειται στο γεγονός ότι μιλάμε για κοινή γνώμη» ενώ εννοούμε πολλές φορές λαϊκή «θέληση». Αυτή η ταύτιση της «κοινότητας» με τη «λαϊκότητα» και αυθαίρετη είναι και καταχρηστική.
Δημιουργείται έτσι μια εννοιολογική σύγχυση που οδηγεί σε εσφαλμένες πρακτικές, οι οποίες, όμως, δεν είναι άμοιρες ιδεολογικής φόρτισης.
Όλα αυτά είναι όντως προβληματικά και μάλλον απαράδεκτα. Κυρίως, όμως, η αυθαιρεσία της κοινής παραδοχής ότι η κοινή γνώμη υπάρχει, μπορεί να μετρηθεί και πρέπει να αλλάζει..., ενυπάρχει στο γεγονός ότι πρόκειται τελικά για μια ιδεολογική αναπαραγωγή. Θυμίζει την αντίληψη του Γάλλου ψυχολόγου Gustave Le Bon ο οποίος, τον περασμένο αιώνα, ξεκινώντας μια θεωρία πάνω στην ψυχολογία των μαζών, κατέληξε να φτιάξει ένα συνταγολόγιο για τον χαρισματικό ηγέτη, συνταγολόγιο που ακολούθησαν πιστά, με τις γνωστές δραματικές επιπτώσεις, τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Μουσολίνι.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια, πως δεν πρέπει να γίνονται δημοσκοπήσεις, προεκλογικές εκστρατείες ή διαφημιστικές καμπάνιες. Απλά και μόνο οφείλουμε να σκεφτούμε τι ακριβώς σημαίνει η συνεχής αναφορά στην κοινή γνώμη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου