Το «αμάρτημα της μητρός μου» πρωτοδημοσιεύθηκε το 1883 στο γαλλικό περιοδικό «Nouvelle Revue» και είναι το πρώτο από μια σειρά διηγημάτων του Γ. Βιζυηνού.
α) Ποια στοιχεία του έργου πιστοποιούν ότι πρόκειται για διήγημα και ποιες οι διαφορές του από το μυθιστόρημα;
β) Ποιοι από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάδειξη του διηγήματος ως «νέου» γραμματολογικού είδους το 1880 στην Ελλάδα, επηρέασαν το Βιζυηνό ώστε να ασχοληθεί με το είδος;
γ) Από ποιες πηγές αντλεί το αφηγηματικό του υλικό ο Γ. Βιζυηνός;
α) Ακόμη και σήμερα για πολλούς ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο διήγημα και στο μυθιστόρημα αποτελεί η έκταση του έργου. Αν το έργο είναι ένα βιβλίο πάρα πολλών σελίδων, θεωρούμε ότι είναι μυθιστόρημα, ενώ αν σε ένα βιβλίο περιλαμβάνονται πολλές «ιστορίες», αυτές συνηθίζουμε να τις ονομάζουμε διηγήματα.
Προφανώς αυτή η διάκριση δεν οφείλεται σε γνωστική ανεπάρκεια των αδαών αναγνωστών, αλλά σε πρόβλημα ορισμού από την ίδια την επιστήμη. Ιδωμένο το διήγημα στο ιστορικό του πλαίσιο, την εποχή που γεννήθηκε στο τέλος του 19ου αι. , παρατηρεί κανείς ότι πρόκειται για ένα νέο είδος που δημιουργείται για να υπηρετήσει νέες λογοτεχνικές και κοινωνικές ανάγκες. Επομένως, η έκταση και μόνο δεν αποτελεί ούτε ασφαλές, ούτε επαρκές κριτήριο προσδιορισμού του.
Σε αντίθεση με το ιστορικό μυθιστόρημα που ακμάζει μέχρι τότε, το διήγημα αφηγείται μια ιστορία εντοπισμένη στον τόπο και στο χρόνο, μέσα από την υποκειμενική ματιά του αφηγητή. Εγκαταλείπεται η γενικότητα, η απόσταση που χωρίζει την ιστορία από το κοινωνικό γίγνεσθαι, η αίσθηση της αφήγησης ενός παραμυθιού. Κυριαρχεί το α' ενικό πρόσωπο, ως στοιχείο προσωπικής κατάθεσης. Η υποκειμενική ματιά του αφηγητή είναι που δίνει πνοή και νόημα στην ιστορία.
Το διήγημα είναι ένα μονοκεντρικό επεισόδιο που οδηγεί στη δραματική κορύφωση κάτι συγκλονιστικό συμβαίνει στο τέλος, μια αλήθεια αποκαλύπτεται στον αναγνώστη. Αντίθετα το μυθιστόρημα είναι εξιστόρηση γεγονότων που εκτυλίσσονται μέσα στο χρόνο. Οι εντάσεις εδώ είναι διάσπαρτες και το τέλος δεν αποτελεί προφανώς το κύριο μέλημα του συγγραφέα.
«Το αμάρτημα...», όπως και ο ίδιος ο Γ.Βιζυηνός το χαρακτήρισε, είναι διήγημα παρά το γεγονός ότι αποτελείται από πάρα πολλές σκηνές και ενότητες. Το κεντρικό γεγονός παραμένει ένα: το αμάρτημα. Όλη η διήγηση παρουσιάζει γεγονότα που εκτείνονται σε βάθος χρόνου - σχεδόν όλη η παιδική και μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής του ήρωα. Αυτά υπηρετούν τη δραματική οικονομία, δημιουργώντας αγωνία, φωτίζοντας αίτια, κίνητρα συμπεριφοράς και περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα ποιο είναι το αμάρτημα. Στην πραγματικότητα αποτελούν οργανικό κομμάτι της εξομολόγησης.
Με αυτή την έννοια είναι μονοκεντρικό επεισόδιο του οποίου η δραματική κορύφωση δεν είναι ακριβώς τυπική. Το τέλος - όπως και όλο το διήγημα - είναι ανατρεπτικό και βαθύτατα ανθρώπινο. Ο μορφωμένος γιος νομίζει ότι αυτό που ταλανίζει τη δυστυχισμένη μάνα του είναι η ενοχή για το έγκλημα, το αίσθημα της αμαρτίας ενώπιον του Θεού. Αυτό που του αποκαλύπτεται στο τέλος δεν αφήνει περιθώριο για άλλες αντιδράσεις. Αυτό που τη βασανίζει δεν είναι αυτό καθεαυτό το αμάρτημα, αλλά ο πόνος της μάνας που σηκώνει το βαρύ φορτίο του θανάτου του παιδιού της. Έτσι η μητέρα του αφηγητή ανάγεται σε σύμβολο της Μάνας. Στη θέση της δεν μπορεί να βρεθεί κανένας και το ψυχολογικό αδιέξοδο για τις δυο πλευρές είναι αναπόφευκτο.
Το αυτοβιογραφικό στοιχείο δεσπόζει στο έργο. Η χρήση α' ενικού προσώπου αποκαλύπτει ένα δραματοποιημένο αφηγητή, ομοδιηγητικό, που εξιστορεί τα γεγονότα από τη δική του οπτική γωνία. «Εντυπώσεις και αναμνήσεις παιδικών χρόνων της νεανικής ηλικίας ως είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων», όπως το χαρακτήρισε ο Κ. Παλαμάς. Δεν είναι ο παντογνώστης αφηγητής, ο ψυχρός παρατηρητής που παραθέτει απλώς μια ιστορία «μια φορά και ένα καιρό.». Είναι ο αυτόπτης μάρτυρας που βλέπει την ιστορία από «μέσα», να εκτυλίσσεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή (εσωτερική εστίαση).
Τα ηθογραφικά στοιχεία αποτελούν σύμφυτα χαρακτηριστικά του διηγήματος. Το θρακιώτικο ιδίωμα, οι δεισιδαιμονίες, το θρησκευτικό στοιχείο, οι περιγραφές της ενδυμασίας, της εκκλησίας, τα έθιμα, η σύνδεση της οικονομικής δυσπραγίας της οικογένειας με τη γενικότερη οικονομική κρίση, πιστοποιούν τη γνησιότητα της ιστορίας. Οι ήρωες, πραγματικοί άνθρωποι, δρουν και πάσχουν σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο.
β) Το διήγημα είναι ένα νέο λογοτεχνικό είδος του 19ου αι. για την Ευρώπη. Η σύσταση των εθνών - κρατών και η προσπάθεια διερεύνησης της πολιτισμικής ταυτότητας των λαών είναι οι πολιτικοί παράγοντες που οδήγησαν στην ανάγκη να προσδιορισθεί αυτή η ταυτότητα μέσα από τα ηθογραφικά διηγήματα. Ο Νατουραλισμός είναι το ρεύμα που μπορεί να αποτυπώσει στο λογοτεχνικό καμβά κοινωνικά αξιέξοδα και κοινωνικούς προβληματισμούς οι οποίοι πηγάζουν από την οικονομική κρίση.
Ο επιστημονισμός και το φιλοσοφικό ρεύμα του θετικισμού που τον εκφράζει, η παρατήρηση ως γνήσια επιστημονική μέθοδος, εντάσσονται σε αυτή την προσπάθεια. Το ίδιο και η Λαογραφία ως νέος κλάδος της φιλολογίας, που έρχεται να καταγράψει στοιχεία της πρόσφατης παράδοσης και να δώσει περιεχόμενο στους όρους «λαϊκός» και «λαϊκότητα». Ο Ν. Πολίτης είναι ο πρώτος Έλληνας που συστηματικά αφιερώθηκε σε αυτή την προσπάθεια. Οι Έλληνες πεζογράφοι δεν έμειναν ασυγκίνητοι. Η στροφή στα κοινωνικά εθνικά θέματα είναι φανερή. Προσπαθούν να προσδιορίσουν μέσα από τα έργα τους την ελληνική πολιτισμική ταυτότητα που φαίνεται να είναι συνυφασμένη με το πολιτισμικό παρόν, μακριά από προγονοπληξίες. Τα διηγήματα εξάλλου, έγιναν της «μόδας», αφού και οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής δημοσιεύουν διηγήματα σε συνέχειες και προκηρύσσουν διαγωνισμούς για το είδος.
Ο Γ. Βιζυηνός γνωρίζει από κοντά το διήγημα στο εξωτερικό. Διαβάζει αισθητικές μελέτες, επηρεάζεται από το φιλοσοφικό ρεύμα του θετικισμού, όντας και ο ίδιος νέος επιστήμονας, έχει σπουδάσει ψυχολογία και εθνολογία. Εξάλλου, το «αμάρτημα.» δημοσιεύεται πρώτα στη Γαλλία, επιλογή που ίσως δείχνει την εμπιστοσύνη που έχει στην κοιτίδα του διηγήματος, για να διαπιστώσει αν έχει την ανταπόκριση που περιμένει από ένα πεπαιδευμένο κοινό στο είδος. Αυτά όλα τα γνωρίσματα (ψυχογραφία, ηθογραφία) είναι καταφανή στο έργο του. Βέβαια, ο Βιζυηνός κατορθώνει να τα «ενσωματώσει» δημιουργικά, φυσικά στο κείμενο του. Η ψυχογραφία δεν είναι παρούσα ως γνώρισμα παρά μόνο στα μάτια ενός έμπειρου και ευαίσθητου αναγνώστη γιατί κρύβεται πίσω από την υποκειμενική διήγηση του αφηγητή. Και η ηθογραφία δεν είναι παρέλαση λαογραφικών στοιχείων, αλλά συστήνει το περιβάλλον στο οποίο ριζώνει το προσωπικό βίωμα.
Το διήγημα για πρώτη φορά δημοσιεύεται στην Ελλάδα το 1883, στην εφημερίδα «Εστία» σε δύο συνέχειες. Είναι αυτή η νέα «μόδα» που ευτυχώς θα παρακινήσει νέους πεζογράφους να ασχοληθούν με το είδος και θα κάνουν γνωστά στο ελληνικό κοινό τα διηγήματα του Βιζυηνού και αργότερα του Παπαδιαμάντη.
γ) Ο Γ. Βιζυηνός αντλεί το αφηγηματικό του υλικό: α. από τις οικογενειακές μνήμες και τα προσωπικά του βιώματα β. από τις παραδόσεις και τη λαϊκή ζωή της Βιζύης, της ιδιαίτερης πατρίδας του γ. από την επιστημονική γνώση στον τομέα της ψυχολογίας Με αυτές τις αποσκευές και με όχημα μια γλώσσα υψηλού ήθους ανοίγει το δρόμο της νεολληνικής διηγηματογραφίας.
πηγή: Ο υποψήφιος 19 - 10 -2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου