Το “σουτ εντός παιδιάς”: ποια από τις δύο λέξεις γίνεται αμέσως και μαζικώς κατανοητή;
τι εστί «πικ εν ρολ» ή η «μπέιζ λάιν»;
Eκεί, λοιπόν, που βλέπεις το μπασκετάκι σου στην τηλεόραση, με την αγωνία ν’ ανάβει το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο και γιατρειά να μη βρίσκει, στη μικρή οθόνη βγαίνει το τιτλάκι της στατιστικής υπηρεσίας: «Σουτ εντός παιδιάς: 77%». Δεν ξέρω αν οι υποστηρικτές της άποψης πως η ελληνική γλώσσα απειλείται με θάνατο λόγω των δανείων της παρακολουθούν μπάσκετ (καλαθοσφαίριση ή καλαθόσφαιρα, δηλαδή, όπως θα το έλεγαν σε «επίσημα» ελληνικά, που μάλλον θα ξένιζαν παίκτες και θεατές παρά θα τους δημιουργούσαν την αίσθηση της οικειότητας). Αν παρακολουθούν, πάντως, δεν είναι αυθαίρετο να υποθέσουμε ότι θα ξινίστηκαν βλέποντας αυτό το «σουτ εντός παιδιάς», έναν τυπικό τραγέλαφο, όπου συνάπτεται σε έννοια μία το αγγλικό «σουτ» με το αρχαιοελληνικής κληρονομίας «παιδιά».
Αλλά, για να ’χουμε καλό ρώτημα, ποιος είναι ο τράγος και ποια η έλαφος σ’ αυτό το υβριδικό πλάσμα, σ’ αυτό το «μεικτό είδος»; Ποια από τις δύο λέξεις, το «σουτ» και την «παιδιά», γίνεται αμέσως και μαζικώς κατανοητή και ποιας η σημασία γίνεται αντιληπτή σε δεύτερη φάση, από λιγότερους και οπωσδήποτε βάσει των συμφραζομένων; Στα παιδιά τουλάχιστον, είτε παίζουν μπάσκετ και ποδόσφαιρο είτε όχι, πιο ξένη («κινέζικη» κατά πώς συνηθίζουμε να λέμε για ό,τι μας ξεφεύγει) πρέπει ν’ ακούγεται η λέξη «παιδιά» παρά η λέξη «σουτ». Το ότι τα «παιδιά» και η «παιδιά» έχουν τον ίδιο ήχο δεν είναι βέβαιο ότι θα βοηθήσει στην αποκρυπτογράφηση μιας λέξης που μικροί και μεγάλοι την ακούμε σπάνια, είτε σε κωδικοποιημένες φράσεις αθλητικού περιεχομένου είτε στο πατροπαράδοτο κλισέ «χάριν παιδιάς».
Αν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τα πιτσιρίκια καταλήξουν (δικαίως πεπεισμένα ότι σαν παιδιά οφείλουν να παίζουν παρά να παιδεύονται) ότι η «παιδιά» είναι το παιχνίδι, το «παιδαριώδες παίγνιον» όπως λένε τα λεξικά, τότε δεν είναι απίθανο να σκεφτούν ότι το αναγραφόμενo στη μικρή τους οθόνη στατιστικό «σουτ εντός παιδιάς» δεν είναι και τόσο καθαρό: τι πάει να πει δηλαδή «σουτ εντός παιχνιδιού»; Υπάρχουν και «σουτ εκτός παιχνιδιού», και ποια μπορεί να είναι αυτά, αν όχι οι βολές κερμάτων, κινητών και φιαλών από τους οπαδούς; Επειδή τα παιδιά εκτός από μπάσκετ ξέρουν και αγγλικά, ίσως να συμπεράνουν ότι το «εύστοχο σουτ εντός παιδιάς» είναι το «field goal» που λένε οι Αμερικανοί στο NBA τους. Το τι ακριβώς σημαίνει «field goal» το βρήκα στο Διαδίκτυο, γκουγκλάροντας και πληκτρολογώντας «σουτ εντός παιδιάς»• σημαίνει λοιπόν «επιτυχία ενός καλαθιού δύο πόντων, όταν η μπάλα έπειτα από σουτ εντός παιδιάς καταλήγει μέσα στο καλάθι». Χμ, αυτή η «παιδιά» του ερμηνεύματος σαν να μεταφράζει το αγγλικό «field», το «πεδίο» δηλαδή. Μύλος. Ενας μύλος που δουλεύει ασταμάτητα για να επιβεβαιώσει ότι ο νόμος του Φερντινάν ντε Σωσύρ (πως η σύνδεση σημαίνοντος και σημαινομένου είναι αυθαίρετη, πως ένα «όνομα» σημαίνει ό,τι εμείς οι «λογοθέτες» τού ορίσουμε να σημαίνει) είναι ακλόνητος όσο κι ο νόμος της βαρύτητας.
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια και για λόγους περίπου ίδιους μ’ εκείνους που μας πείθουν να ονοματίσουμε ξενιστί τα κανάλια μας, τα περιοδικά, τα μαγαζιά ή τα προϊόντα μας, στο μπασκετικό ιδιόλεκτο έχουν προστεθεί αρκετά λήμματα αγγλικής προελεύσεως που, τουλάχιστον στ’ αυτιά όσων δεν είναι φανατικοί του συγκεκριμένου αθλήματος, κινδυνεύουν να μείνουν για πολύ καιρό, ίσως και δια παντός, ορφανά νοήματος. Όσο κι αν επιστρατεύεις τα συμφραζόμενα, όσο κι αν προσπαθείς εσύ ο μετρίως γνώστης να σχηματίσεις την εικόνα και από αυτήν να αποσπάσεις το νόημα και το προσδιοριστικό του όνομα, αδυνατείς να «πιάσεις» τι εστί «πικ εν ρολ». Ταυτόχρονα αδυνατείς να καταλάβεις γιατί η «βασική γραμμή» πρέπει οπωσδήποτε να λέγεται «μπέιζ λάιν» (κι άντε τώρα να πειστείς από τους κήρυκες της ελληνογένειας σύμπασας της οικουμένης πως όταν ακούς «μπέιζ» καταλαβαίνεις «ενστικτωδώς» ότι πρόκειται για τη «μαμά» της, τη «βάση»).
Επειδή το μπάσκετ, παρά τις μεγάλες νίκες της Εθνικής και δύο-τριών συλλόγων, παραμένει πολύ λιγότερο μαζικό από το ποδόσφαιρο, οι νεοεισαγόμενοι όροι θα αργήσουν πολύ να «τριφτούν», να προσαρμοστούν, να κατακτηθούν. Το «σουτ», ας πούμε, έγινε ταχύτατα ελληνικό επειδή πρωτακούστηκε σχετιζόμενο με το ποδόσφαιρο και βρέθηκε στο στόμα μυριάδων φιλάθλων. Πολύ γρήγορα λοιπόν απέκτησε το υποκοριστικό του (το σουτάκι), το μεγεθυντικό του (η σουτάρα), το ρήμα του (σουτάρω, όπως πασάρω, σεντράρω, μαρκάρω, ντριμπλάρω, στοπάρω, σκοράρω, μια μεγάλη οικογένεια στην οποία προστέθηκε εσχάτως το προαναφερθέν γκουγκλάρω), το πρωτοξαδερφάκι του (σουτάρισμα), τη μεταφορική του σημασία («του έδωσαν σουτ», «τον σουτάρισαν») κ.λπ. Τι λένε τα λεξικά; «Σουτ», λένε, είναι το χτύπημα ή το πέταγμα της μπάλας για να μπει στα δίχτυα ή στο καλάθι. Αντε τώρα να φωνάξεις «χτύπα τη ρε» ή «πέτα τη ρε» και όχι «σουτ ρε» στον επιθετικό της ομάδας σου που χρονοτριβεί αντί να σημαδέψει την αντίπαλη εστία. Θ’ ακουστείς εκτός τόπου και εκτός χρόνου, εκτός γλωσσικού τόπου και νοηματικού χρόνου, όπως ακούγονταν οι ραδιοφωνικοί παρουσιαστές ποδοσφαιρικών αγώνων τον καιρό της χούντας και των γλωσσαμυντόρων της που είχαν αποφασίσει και διατάξει ότι το «σουτ» πρέπει να λέγεται «λάκτισμα», το «κόρνερ» «γωνιαίον λάκτισμα», το δε «αράουτ» «επαναφορά της μπάλας εκ πλαγίας θέσεως».
Ειρωνευόμενος στον καιρό του όσους νεοαττικιστές εξέδιδαν «τελωνικά δασμολόγια» και ζητούσαν να εξοστρακιστεί η λέξη «κορδόνια» και να αντικατασταθεί από τους «θώμιγγες», ο «χαλβάς» από τον «σησαμόπολτο», τα «σαλάμια» από τις «φύσκες» και οι «γούνες» από τις «μηλωτές», ο Εμμανουήλ Ροΐδης, στα λαμπρά «Είδωλά» του (αυτά ναι, ίσως υπάρχει λόγος να μεταφερθούν στη δημοτική, προς γνώσιν) υπογράμμιζε πως «είναι κάπως δύσκολον να θεωρήσωμεν ως ελληνικωτέραν της δήθεν ξένης λέξεως την έχουσαν ανάγκην μεταφράσεως όπως εννοηθή υπό των Ελλήνων». Ο Ροΐδης και πάλι, υποδείκνυε αυτό που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο, ότι δηλαδή «πρώτον τω όντι γνώρισμα και απαραίτητον ζωντανής γλώσσης προσόν είναι η ικανότης αυτής προς αφομοίωσιν ξένης ύλης, προς παραδοχήν δηλαδή πάσης αναγκαίας ξένης λέξεως υποτασσομένης εις της κλίσεως τον ζυγόν. Τοιαύτας λέξεις ουδέποτε έπαυσεν η ελληνική να παραλαμβάνη πανταχόθεν από των παναρχαίων χρόνων. [...] Κάπως δε παράδοξον φαίνεται, ενώ παρέχομεν εις πάντα αλλοδαπόν δικαιώματα Ελληνος πολίτου μετά τινα έτη διαμονής εις την Ελλάδα, να επιμένωμεν θεωρούντες ως ξένας λέξεις παμψηφεί υπό του ελληνικού λαού απ’ αιώνων πολιτογραφηθείσας».
Οι γλώσσες που ζουν, και όχι οι θνήσκουσες, δανείζονται και αφομοιώνουν, ακόμα κι αν δεν μεριμνούν πάντοτε για την υποταγή των δανείων τους «εις της κλίσεως τον ζυγόν»• και η ελληνική δεν έπαψε ποτέ να διψάει, να πλάθει, να εισάγει. Η αγγλική, λένε οι γλωσσολόγοι, δανείστηκε σε παλαιότερες εποχές από τη γαλλική παραπάνω από το 65% του σημερινού λεξιλογίου της, χωρίς αυτό να την εξασθενίσει ούτε βεβαίως να την εκγαλλίσει (όπως δεν την εξελλήνισε ο ισχυρισμός ενίων ότι δανείστηκε από την ελληνική τουλάχιστον το 30% των λέξεών τους, γι’ αυτό άλλωστε συνεχίζουμε να πηγαίνουμε στα φροντιστήρια για να τη μάθουμε). Οι γλωσσολόγοι, επίσης, ανεπηρέαστοι από τον κοπετό και τα μνημόσυνα, επισημαίνουν ότι από τα 60.000 λήμματα του γενικού νεοελληνικού λεξιλογίου, τα δάνεια από την αγγλική δεν υπερβαίνουν το 5%. Ωστε να μπορούμε να πούμε πως όσοι διατείνονται ότι αφελληνίστηκε η γλώσσα μας και πια αγγλοκρατείται, απλώς σουτάρουν άστοχα και αστόχαστα.
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια και για λόγους περίπου ίδιους μ’ εκείνους που μας πείθουν να ονοματίσουμε ξενιστί τα κανάλια μας, τα περιοδικά, τα μαγαζιά ή τα προϊόντα μας, στο μπασκετικό ιδιόλεκτο έχουν προστεθεί αρκετά λήμματα αγγλικής προελεύσεως που, τουλάχιστον στ’ αυτιά όσων δεν είναι φανατικοί του συγκεκριμένου αθλήματος, κινδυνεύουν να μείνουν για πολύ καιρό, ίσως και δια παντός, ορφανά νοήματος. Όσο κι αν επιστρατεύεις τα συμφραζόμενα, όσο κι αν προσπαθείς εσύ ο μετρίως γνώστης να σχηματίσεις την εικόνα και από αυτήν να αποσπάσεις το νόημα και το προσδιοριστικό του όνομα, αδυνατείς να «πιάσεις» τι εστί «πικ εν ρολ». Ταυτόχρονα αδυνατείς να καταλάβεις γιατί η «βασική γραμμή» πρέπει οπωσδήποτε να λέγεται «μπέιζ λάιν» (κι άντε τώρα να πειστείς από τους κήρυκες της ελληνογένειας σύμπασας της οικουμένης πως όταν ακούς «μπέιζ» καταλαβαίνεις «ενστικτωδώς» ότι πρόκειται για τη «μαμά» της, τη «βάση»).
Επειδή το μπάσκετ, παρά τις μεγάλες νίκες της Εθνικής και δύο-τριών συλλόγων, παραμένει πολύ λιγότερο μαζικό από το ποδόσφαιρο, οι νεοεισαγόμενοι όροι θα αργήσουν πολύ να «τριφτούν», να προσαρμοστούν, να κατακτηθούν. Το «σουτ», ας πούμε, έγινε ταχύτατα ελληνικό επειδή πρωτακούστηκε σχετιζόμενο με το ποδόσφαιρο και βρέθηκε στο στόμα μυριάδων φιλάθλων. Πολύ γρήγορα λοιπόν απέκτησε το υποκοριστικό του (το σουτάκι), το μεγεθυντικό του (η σουτάρα), το ρήμα του (σουτάρω, όπως πασάρω, σεντράρω, μαρκάρω, ντριμπλάρω, στοπάρω, σκοράρω, μια μεγάλη οικογένεια στην οποία προστέθηκε εσχάτως το προαναφερθέν γκουγκλάρω), το πρωτοξαδερφάκι του (σουτάρισμα), τη μεταφορική του σημασία («του έδωσαν σουτ», «τον σουτάρισαν») κ.λπ. Τι λένε τα λεξικά; «Σουτ», λένε, είναι το χτύπημα ή το πέταγμα της μπάλας για να μπει στα δίχτυα ή στο καλάθι. Αντε τώρα να φωνάξεις «χτύπα τη ρε» ή «πέτα τη ρε» και όχι «σουτ ρε» στον επιθετικό της ομάδας σου που χρονοτριβεί αντί να σημαδέψει την αντίπαλη εστία. Θ’ ακουστείς εκτός τόπου και εκτός χρόνου, εκτός γλωσσικού τόπου και νοηματικού χρόνου, όπως ακούγονταν οι ραδιοφωνικοί παρουσιαστές ποδοσφαιρικών αγώνων τον καιρό της χούντας και των γλωσσαμυντόρων της που είχαν αποφασίσει και διατάξει ότι το «σουτ» πρέπει να λέγεται «λάκτισμα», το «κόρνερ» «γωνιαίον λάκτισμα», το δε «αράουτ» «επαναφορά της μπάλας εκ πλαγίας θέσεως».
Ειρωνευόμενος στον καιρό του όσους νεοαττικιστές εξέδιδαν «τελωνικά δασμολόγια» και ζητούσαν να εξοστρακιστεί η λέξη «κορδόνια» και να αντικατασταθεί από τους «θώμιγγες», ο «χαλβάς» από τον «σησαμόπολτο», τα «σαλάμια» από τις «φύσκες» και οι «γούνες» από τις «μηλωτές», ο Εμμανουήλ Ροΐδης, στα λαμπρά «Είδωλά» του (αυτά ναι, ίσως υπάρχει λόγος να μεταφερθούν στη δημοτική, προς γνώσιν) υπογράμμιζε πως «είναι κάπως δύσκολον να θεωρήσωμεν ως ελληνικωτέραν της δήθεν ξένης λέξεως την έχουσαν ανάγκην μεταφράσεως όπως εννοηθή υπό των Ελλήνων». Ο Ροΐδης και πάλι, υποδείκνυε αυτό που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο, ότι δηλαδή «πρώτον τω όντι γνώρισμα και απαραίτητον ζωντανής γλώσσης προσόν είναι η ικανότης αυτής προς αφομοίωσιν ξένης ύλης, προς παραδοχήν δηλαδή πάσης αναγκαίας ξένης λέξεως υποτασσομένης εις της κλίσεως τον ζυγόν. Τοιαύτας λέξεις ουδέποτε έπαυσεν η ελληνική να παραλαμβάνη πανταχόθεν από των παναρχαίων χρόνων. [...] Κάπως δε παράδοξον φαίνεται, ενώ παρέχομεν εις πάντα αλλοδαπόν δικαιώματα Ελληνος πολίτου μετά τινα έτη διαμονής εις την Ελλάδα, να επιμένωμεν θεωρούντες ως ξένας λέξεις παμψηφεί υπό του ελληνικού λαού απ’ αιώνων πολιτογραφηθείσας».
Οι γλώσσες που ζουν, και όχι οι θνήσκουσες, δανείζονται και αφομοιώνουν, ακόμα κι αν δεν μεριμνούν πάντοτε για την υποταγή των δανείων τους «εις της κλίσεως τον ζυγόν»• και η ελληνική δεν έπαψε ποτέ να διψάει, να πλάθει, να εισάγει. Η αγγλική, λένε οι γλωσσολόγοι, δανείστηκε σε παλαιότερες εποχές από τη γαλλική παραπάνω από το 65% του σημερινού λεξιλογίου της, χωρίς αυτό να την εξασθενίσει ούτε βεβαίως να την εκγαλλίσει (όπως δεν την εξελλήνισε ο ισχυρισμός ενίων ότι δανείστηκε από την ελληνική τουλάχιστον το 30% των λέξεών τους, γι’ αυτό άλλωστε συνεχίζουμε να πηγαίνουμε στα φροντιστήρια για να τη μάθουμε). Οι γλωσσολόγοι, επίσης, ανεπηρέαστοι από τον κοπετό και τα μνημόσυνα, επισημαίνουν ότι από τα 60.000 λήμματα του γενικού νεοελληνικού λεξιλογίου, τα δάνεια από την αγγλική δεν υπερβαίνουν το 5%. Ωστε να μπορούμε να πούμε πως όσοι διατείνονται ότι αφελληνίστηκε η γλώσσα μας και πια αγγλοκρατείται, απλώς σουτάρουν άστοχα και αστόχαστα.
To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφ. “καθημερινή”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου