ΘΑNΑΣHΣ KΑΛΑΦΑTHΣ
Επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς
Copyright: http://www.kΑthimerini.gr 21-03-04
Η ανάρτηση αφορά κυρίως μαθητές θεωρητικής ως πρόσθετο υλικό για την επεξεργασία πηγών που αφορούν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
H ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1928-1932 δεν μπορεί να εξετασθεί ανεξάρτητα από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της αμέσως προηγούμενης περιόδου που αρχίζει με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την είσοδο στην Ελλάδα 1,5 εκατομμυρίων προσφύγων, ούτε από εκείνες της αμέσως επόμενης περιόδου που χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την παλινόρθωση της βασιλευόμενης δημοκρατίας.
Ολόκληρη η περίοδος του Μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από πολιτική αστάθεια, από αναντιστοιχία ανθρώπινων και φυσικών πόρων, από την επιβολή διαφόρου βαθμού παρεμβατικών οικονομικών μορφών, από την όξυνση και ένταση των κοινωνικών αντιθέσεων, την ανάπτυξη ισχυρών κοινωνικών αγώνων και τη δημιουργία νέων θεσμών, με εκσυγχρονιστικές αλλαγές στο κράτος, την οικονομία και την κοινωνία, μέσα σε ένα ασταθές διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
H τετραετία 1928-1932 αποτελεί σε πολιτικό επίπεδο την τελευταία περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη βενιζελική πτέρυγα με επικεφαλής τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Πρόκειται για μία περίοδο που δεν διακόπτεται από τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, τις επαναστάσεις και τις αντεπαναστάσεις, αλλά θα κλείσει με την ανατροπή της αβασίλευτης δημοκρατίας και την έναρξη ενός κύκλου πολιτικής και στρατιωτικής ανωμαλίας, που θα κλείσει με την επιβολή της δικτατορίας του I. Μεταξά. H αντίθεση βενιζελικών και βασιλικών παρά τις προσπάθειες άμβλυνσής της εξακολουθεί και σ' αυτήν την περίοδο να αποτελεί τον κύριο άξονα της πολιτικής διαμάχης, αλλά τώρα παίζουν ένα ιδιαίτερο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και οι βενιζελογενείς εκτός Α. Παπαναστασίου ομάδες με την ανοικτή πολλές φορές αντιπαράθεσή τους με τον ίδιο τον Eλ. Βενιζέλο. Αυτό το διπολικό πολιτικό σύστημα θα αισθανθεί ιδιαίτερα την πολιτική και κοινωνική πίεση από τα αριστερά του, μιας νέας μικρής αλλά με μεγάλη κοινωνική επιρροή ομάδας, εκείνης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος.
O Ελευθέριος Βενιζέλος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας ως νικητής των εκλογών της 19ης Αυγούστου 1928, καθώς η βενιζελική παράταξη συγκέντρωσε το 61% και 223 έδρες. H άνοδος του Βενιζέλου τερματίζει μια ασταθή πολιτική περίοδο, η οποία άρχισε με τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, που άνοιξαν το δρόμο στη δημιουργία της οικουμενικής και των κυβερνήσεων συνασπισμού, ευρέος και στενού, απαρτιζόμενων από βενιζελικά και λαϊκά στοιχεία. Από τη Βουλή του 1926 ξεπηδούν πρώτα στις 4 Δεκεμβρίου 1926, η οικουμενική κυβέρνηση με πρόεδρο τον Α. Ζαΐμη που την απαρτίζουν τα τρία βενιζελογενή κόμματα (Α. Παπαναστασίου - Γ. Καφαντάρης και Α. Μιχαλακόπουλος) και τα δύο αντιβενιζελικά (Λαϊκό και Ελευθερόφρονες του I. Μεταξά) και ύστερα στις 22 Αυγούστου 1927 η κυβέρνηση βενιζελογενών κομμάτων και I. Μεταξά, που προέκυψε μετά την παραίτηση των βουλευτών του Λαϊκού Κόμματος στις 12 Αυγούστου 1927. H τρίτη κυβέρνηση θα δημιουργηθεί ύστερα από την παραίτηση στις 3 Φεβρουαρίου 1928 του Α. Παπαναστασίου. H νέα κυβέρνηση θα σχηματισθεί από τα κόμματα του Γ. Καφαντάρη (Προοδευτικοί Φιλελεύθεροι) του Α. Μιχαλακόπουλου (Συντηρητικοί Φιλελεύθεροι και του Ιωάννη Μεταξά (Ελευθερόφρονες). H τετάρτη και τελευταία κυβέρνηση που θα προκύψει από τη Βουλή του 1926 θα είναι η κυβέρνηση της 4ης Ιουλίου 1928, την οποία θα σχηματίσει ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ύστερα από την παραίτηση του Γ. Καφαντάρη
O σχηματισμός του συνασπισμού των κομμάτων της αστικής τάξης, αλλά και η αποτυχία του, με τις μορφές της οικουμενικής κυβέρνησης και του ευρέος και στενού συνασπισμού εκφράζει την αδήριτο ανάγκη να αποκατασταθεί η σταθερότητα του ίδιου, του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, αλλά και το δύσκολο του όλου εγχειρήματος. Tα αντιτιθέμενα συμφέροντα που εκπροσωπούσαν οι δύο βασικές πολιτικές παρατάξεις δεν μπορούσαν να γεφυρωθούν εύκολα, και ύστερα οι αντιθέσεις των Α. Παπαναστασίου και Γ. Καφαντάρη για τη δημιουργία της Αγροτικής Τράπεζας, τα τραπεζικά καλύμματα, τους φόρους και την πολιτική σύγκλιση με τα αντιβενιζελικά κόμματα αντανακλούσαν ουσιαστικές διαφοροποιήσεις με ισχυρό ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο.
H άνοδος του Eλ. Βενιζέλου στην εξουσία συνδυάστηκε με έναν νέο προσανατολισμό στην εξωτερική πολιτική. Στοιχεία αυτού του νέου προσανατολισμού είναι μια τάση ανεξαρτητοποίησης από τη γαλλική πολιτική και προσέγγισης με την Ιταλία, και μια διευθέτηση των διαφορών με τη Γιουγκοσλαβία. Αλλά η κύρια μεταβολή της εξωτερικής πολιτικής ήταν η αποκατάσταση των σχέσεων με την Τουρκία, η αναγνώριση της νέας πραγματικότητας και η ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας όπως εκφράστηκε με τη συμφωνία της Άγκυρας στις 30 Οκτωβρίου 1930.
H κυβέρνηση του Eλ. Βενιζέλου κινήθηκε μέσα από δαιδαλώδεις εξισορροπήσεις. Τα μέτρα για την αύξηση της εθνικής παραγωγής δεν φαίνεται να αποδίδουν άμεσα. Ιδιαίτερες δυσκολίες ανακύπτουν μετά τα δημόσια έργα, καθώς μέσα σε συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, η μη επαρκής χρηματοδότησή τους οδηγεί σε σοβαρά αδιέξοδα τη χώρα.
Κάτω από αυτές τις δυσκολίες, στις 26 Μαΐου 1932 ορκίζεται η κυβέρνηση Α. Παπαναστασίου. H εμπλοκή όμως με το θέμα του Νομοσχεδίου για τις «Κοινωνικές Ασφαλίσεις» οδηγεί στην παραίτηση του Α. Παπαναστασίου, και στις 5 Ιουνίου αναλαμβάνει εκ νέου την κυβέρνηση ο Ελευθέριος Βενιζέλος για να κλείσει ο κύκλος της τετραετίας με τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου 1932, στις οποίες η βενιζελική παράταξη αν και νικήτρια δείχνει να έχει υποχωρήσει σημαντικά σε σχέση με τις εκλογές του 1928. H νέα κυβέρνηση θα ορκιστεί στις 4 Νοεμβρίου 1932 και η χρονιά θα κλείσει με παραπέρα επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης και το ξέσπασμα μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων και συγκρούσεων.
Στις αρχές του 1928 θα κατοχυρωθεί νομοθετικά η σταθεροποίηση της δραχμής που είχε επιβληθεί το 1927. H ρύθμιση του 1927 περιλάμβανε την ισορροπία των δημοσίων οικονομικών, τον διακανονισμό των χρεών, τα νέα δάνεια (όπως το τριμερές), την ίδρυση της Τραπέζης της Ελλάδος και την επιλογή των ορίων σταθεροποίησης. Με τη ρύθμιση αυτή έχουμε μια ελαστική μορφή χρυσού κανόνα, δηλαδή κανόνας συναλλάγματος χρυσού και ορίζεται η αγορά 1.000 γραμμαρίων χρυσού με 51.212 δραχμές. Λίγο αργότερα, στα τέλη του 1929, θα αρχίσει τη λειτουργία της η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος με ένα σχήμα πολύ διαφοροποιημένο από εκείνο του Α. Παπαναστασίου. Όλες αυτές οι θεσμικές μεταβολές δεν έγιναν χωρίς τη μεγαλύτερη πρόσδεση της ελληνικής οικονομίας στο ξένο κεφάλαιο και τη μεγάλη επιβάρυνση στο κόστος ζωής των εργαζομένων.
H οικονομική πολιτική που θα επιχειρηθεί να εφαρμοστεί από τη νέα κυβέρνηση του Eλ. Βενιζέλου και που είχε ως κύριο στόχο να διατηρηθεί σταθερή η συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής και να εξασφαλιστεί η συνέχεια και ολοκλήρωση των μεγάλων δημοσίων έργων προσέκρουσε στις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και στην επιδεινούμενη από το 1929 μεγάλη οικονομική κρίση. Έτσι, αναδεικνύονταν ως βασικά στοιχεία του όλου βενιζελικού οικονομικού προγράμματος, τα δημόσια έργα και τα κρατικά δάνεια. Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής έχουμε τις απόψεις της βενιζελογενούς αντιπολίτευσης, όπως εκφράζονταν ιδιαίτερα από τον Γ. Καφαντάρη. Σύμφωνα με τον τελευταίο, όπως υποστηρίζουν νεότεροι ερευνητές, η ισοσκέλιση του δημοσίου προϋπολογισμού ήταν η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την προσέλευση ιδιωτικών κεφαλαίων, που θα συντελούσαν μακροπρόθεσμα στην εξισορρόπηση του εξωτερικού ισοζυγίου και στη σταθερή ισοτιμία της δραχμής.
Στο μεγαλύτερο διάστημα του Μεσοπολέμου και ιδιαίτερα από το 1923 και μετά, ο δείκτης του κατά κεφαλήν ΑEΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) σε σταθερές τιμές, σύμφωνα με νεότερες έρευνες, διακρίνεται από μια ομαλή ανοδική τάση. H τάση αυτή διακόπτεται το 1927 για να σημειωθεί ανάκαμψη από το 1928, η οποία συνεχίζεται μέχρι το 1930. Τα έτη 1931 και 1932 είναι έτη κάμψης για να αρχίσει η ανάκαμψη εκ νέου το 1933.
Αυτή η έστω και διακεκομμένη επέκταση του κατά κεφαλήν ΑEΠ, σε σταθερές τιμές την περίοδο 1928-1932, συνοδεύεται από μια όχι αρκετά αυξημένη οικονομική δραστηριότητα, που θα ήταν ικανή να απορροφήσει πλήρως το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό των πολλών και η οποία άλλωστε κινείται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με εκείνη της αμέσως προηγούμενης περιόδου έως και της προπολεμικής.
Την εξεταζόμενη τετραετία στο μεγαλύτερο διάστημά της, με εξαίρεση το 1932, σύμφωνα πάντοτε με τις προηγούμενες έρευνες, οι δείκτες της αγροτικής παραγωγής σε αξία και όγκο χαρακτηρίζονται από μια φθίνουσα τάση. O συνδυασμός της πτώσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του 1929, με τις κακές αγροτικές σοδειές της περιόδου 1929-1931, συνιστούν ένα καταλυτικό στοιχείο για την υποχώρηση της ελληνικής γεωργίας με τα επακόλουθα αρνητικά κοινωνικά αποτελέσματα και την περιορισμένη συμβολή της στην όλη αναπτυξιακή προσπάθεια. Τα μεγάλα έργα στην ύπαιθρο δεν μπορούν να αποδώσουν ακόμη, ενώ δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα στην εξισορρόπηση του εξωτερικού ισοζυγίου και διαταραχές στη νομισματική ισορροπία, όταν την ίδια στιγμή οι πρακτικές και η συμπεριφορά του τραπεζικού συστήματος στην αγροτική περιφέρεια οδηγούν τους αγρότες στην υπερχρέωση.
O βιομηχανικός τομέας φαίνεται να κινείται κατά διαφορετικό τρόπο. Κάτω από το καθεστώς του υψηλού προστατευτισμού, της στροφής του τραπεζικού κεφαλαίου στη βιομηχανία και τη μεγάλη συμπίεση του κόστους εργασίας, διακρίνεται από μια σταθερή άνοδο. O δείκτης βιομηχανικής παραγωγής με βάση το 100 το 1938, θα φτάσει το 1928 σε 59 μονάδες, το 1929 σε 61, το 1930 σε 63, το 1931 σε 65 για να πέσει το 1932 σε 61 μονάδες(σύμφωνα με τα στοιχεία του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου της Ελλάδος).
Στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα την περίοδο 1929-1932, οι τιμές πέφτουν στην Ελλάδα πολύ λιγότερο σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες. Αυτή η αντοχή που επέδειξε η ελληνική οικονομία απέναντι στα αρνητικά αποτελέσματα της διεθνούς κρίσης ευνοεί τη νομισματική αποσταθεροποίηση, καθώς υπερτιμάται η δραχμή απέναντι στα ξένα νομίσματα. Θα είναι ακριβώς τον Σεπτέμβριο του 1931, όταν η Αγγλία θα αποσυνδέσει τη λίρα από το χρυσό, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένη την ελληνική δραχμή που ήταν προσδεμένη στο χρυσό μέσω της αγγλικής λίρας. Οι προσπάθειες του Eλ. Βενιζέλου να διατηρήσει σταθερή τη δραχμή με όσα συναλλαγματικά αποθέματα διέθετε η Τράπεζα της Ελλάδος και με την προσφυγή στο ξένο δανεισμό, αποτυγχάνουν και με τον Αναγκαστικό Νόμο της 28ης Σεπτεμβρίου 1931 αίρεται de facto η σταθεροποίηση της δραχμής για να επικυρωθεί κατόπιν με το Νόμο 5422 της 26ης Απριλίου 1932, με τον οποίο καταργείται το σύστημα κανόνος συναλλάγματος χρυσού και επανέρχεται το σύστημα της αναγκαστικής κυκλοφορίας. Ενώ λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Μαΐου 1932, η κυβέρνηση θα κηρύξει χρεοστάσιο. H Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να πληρώσει τα χρέη και τους τόκους της.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, η σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας την περίοδο 1928-1932, είναι έντονη, παρατεταμένη και βίαιη και εκφράζει ανάγλυφα την τραγική κοινωνική κατάσταση κάτω από συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας, αποτυχίας του αστικού εκσυγχρονιστικού πειράματος και γενικευμένης διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Οι απεργιακές κινητοποιήσεις, οι στάσεις, η καταστολή των κοινωνικών αγώνων και οι διώξεις επεκτείνονται τόσο στην αγροτική περιφέρεια, όσο και στο αστικό κέντρο. Σχηματικά τρεις μεγάλες ομάδες εμπλέκονται σε αυτήν την ταξική διελκυστίνδα. Τα εργατικά συνδικάτα και οι πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς, το αστικό κράτος με τα πολιτικά του στηρίγματα και οι δυνάμεις της εργοδοσίας. Τα βενιζελικά κόμματα δεν συνιστούν ενιαία ομάδα, διακρίνονται στην κύρια πτέρυγα που εκπροσωπεί ο Eλ. Βενιζέλος και στις ομάδες της αντιβενιζελικής αντιπολίτευσης, αλλά και μέσα στις ίδιες ομάδες υπάρχουν διαφορετικές τάσεις, που άλλοτε τάσσονται υπέρ ενός ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού και άλλοτε όχι, κάποιες φορές υιοθετούν μια εργατική πολιτική, ουδέτερη στα εργατικά συμφέροντα και άλλοτε όχι. H πολιτική των εργατικών συνδικάτων είναι περισσότερο αμυντική παρά επιθετική, παρά τον βίαιο χαρακτήρα των απεργιακών κινητοποιήσεων, που εκφράζει ένα προλεταριάτο με μικροαστικές αγροτικές παραδόσεις.
O κόσμος της εργοδοσίας όπως εκφράζεται κυρίως από την πλευρά της βιομηχανικής εργοδοσίας, διαμορφωμένος σε συνθήκες σχεδόν πρωταρχικής συσσώρευσης, μόνο μια μεταβλητή ξέρει και μπορεί να επηρεάσει, συνθλίβοντάς τη, εκείνη του κόστους εργασίας. Μέσα σε αυτό το πλέγμα των αντιφάσεων δεν είναι τυχαίο ότι κύρια η βενιζελική πτέρυγα από τη μια προωθεί την εισαγωγή του συστήματος των κοινωνικών ασφαλίσεων και από την άλλη θεσπίζει το ιδιώνυμο.
Σε τελευταία ανάλυση, η αποτυχημένη έκβαση του αστικού εκσυγχρονισμού που επιχείρησε ο Eλ. Βενιζέλος την περίοδο 1928-1932, καταδείχνει και τα όρια και το βιώσιμο της αβασίλευτης δημοκρατίας.
Βιβλιογραφία
Γ. Αλογοσκούφης - Σ. Λαζαρέτου «H δραχμή από τον φοίνικα στο Ευρώ». Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2002.
M. Δρίτσα «Πίστη και Βιομηχανία στον Μεσοπόλεμο», στο «Bενιζελισμός και Αστικός Μετασχηματισμός», Παν. Εκδόσεις Κρήτη, B΄ Έκδοση, Αθήνα 1992.
Z. Δεμπάς, Θ. Kαλαφάτης, Θ. Σακελλαρόπουλος «Νόμισμα - Πίστη, Οικονομική Ανάπτυξη: Ελληνική οικονομία 1830-1930». Εκδόσεις Σταμούλη, Πειραιάς 1996.
K. Kωστής με τη συνεργασία του Γ. Kωστελένου «Ιστορία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος 1914-1940», ETE, Αθήνα 2003.
KKE. «Σύντομη Ιστορία του KKE. Σχέδιο, Μέρος Α΄, 1928-1949», Αθήναι 1988.
Δ. Λιβιεράτος «Κοινωνικός Αγώνας στην Ελλάδα 1927-1931». Εκδόσεις «Κομμούνα», Ιστορική μελέτη 5, Αθήνα 1987.
N. Σβορώνος «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας». Εκδόσεις Θεμέλιο B΄ έκδοση, Αθήνα 1978.
X. Xατζηιωσήφ «H Bενιζελογενής Αντιπολίτευση στον Βενιζέλο και η πολιτική ανασύνταξη του αστισμού στον μεσοπόλεμο» στο Bενιζελισμοί και Αστικοί Μετασχηματισμοί. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, B΄ Έκδοση, Αθήνα 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου