ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ΄ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΤΕΤΑΡΤΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2011
ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΟΜΑ∆Α ΠΡΩΤΗ
Α1. Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν γράφοντας στο τετράδιό σας τη λέξη Σωστό ή Λάθος δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση:
α. Το «Χάτι Χουμαγιούν» (1856) οδήγησε στη σταδιακή υποχώρηση του δυσμενούς κλίματος για τους υπόδουλους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
β. Τον Απρίλιο του 1916 ο τούρκος βαλής Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή Μπέη παρέδωσε τη διοίκηση της Τραπεζούντας στον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη.
γ. Από τα αντιβενιζελικά κόμματα πιο διαλλακτικά ήταν τα κόμματα του ∆ημητρίου Ράλλη και του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.
δ. Το 1ο εξάμηνο του 1911 ψηφίστηκαν από την Ελληνική Βουλή 53 τροποποιήσεις μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος.
ε. Η κινητικότητα των προσφύγων, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, υπήρξε μεγάλη.
Μονάδες 10
Α2. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων:
α. Τάγματα εργασίας
β. Πατριαρχική Επιτροπή (1918)
γ. Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής (1923)
Μονάδες 15
Β1.α. Ποια εκσυγχρονιστικά αιτήματα των αντιπολιτευτικών ομίλων, που συγκροτήθηκαν περί τα τέλη της δεκαετίας του 1850, εξέφρασε με την πολιτική του δράση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος; (μονάδες 5)
β. Ποιοι συμμετείχαν στην επανάσταση κατά του Όθωνα, το 1862; (μονάδες 5)
Μονάδες 10
Β2. Πώς εξελίχθηκε το Κρητικό Ζήτημα από την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι τον Φεβρουάριο του 1913;
Μονάδες 15
ΟΜΑ∆Α ΔΕΥΤΕΡΗ
Γ1. Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται:
α. Να προσδιορίσετε τους στόχους της αγροτικής μεταρρύθμισης που ξεκίνησε η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1917. (μονάδες 8)
β. Να αναφερθείτε στην ολοκλήρωση της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης και στα νέα προβλήματα που αναδείχθηκαν στην πορεία της. (μονάδες 17)
Μονάδες 25
ΚΕΙΜΕΝΟ
Τα μέτρα απαλλοτριώσεως θεσπίσθηκαν στις 20 Μαΐου 1917, καί το φθινόπωρο του ίδιου έτους επεκτάθηκαν με μερικές αλλαγές για να περιλάβουν όλη την Ελλάδα. Ή μεταρρύθμιση αποσκοπούσε στην αναγκαστική απαλλοτρίωση των κτημάτων πού ξεπερνούσαν τα 1.000 στρέμματα. Οι κολλήγοι και οι αγροτικοί εργάτες, τόσο οι ντόπιοι όσο και οι πρόσφυγες, θα έπαιρναν αγροτικούς κλήρους, είτε από τις απαλλοτριωμένες γαίες των τσιφλικιών, είτε από γαίες του δημοσίου. Κανένα από τα μέτρα αυτά, όμως, δεν εφαρμόσθηκε αμέσως. Επίσης, κανένα από τα μεγάλα τσιφλίκια δεν απαλλοτριώθηκε το 1917, και μόνο ένα το 1918. Και πάλι εξωτερικές επείγουσες ανάγκες, ο πόλεμος και, αργότερα, ή Μικρασιατική εκστρατεία απορρόφησαν όλη την προσοχή και τη δραστηριότητα της κυβερνήσεως μετά το 1922, με τη μεγάλη εισροή προσφύγων, αναγκάστηκαν πια οι κυβερνήσεις της χώρας να δώσουν οριστική λύση στο αγροτικό πρόβλημα. [...]
Τα προβλήματα πού είχαν σχέση με τη διακίνηση προϊόντων, την παραδοσιακή εκμετάλλευση του μικρού παραγωγού από τους μεσάζοντες, την έλλειψη κεφαλαίων και τους τοκογλυφικούς όρους δανειοδοτήσεως πού επικρατούσαν στην ελεύθερη αγορά, έκαναν ακόμη πιο αισθητή την ανάγκη συλλογικής ασφάλειας πού πρόσφεραν οι συνεταιρισμοί [...].
[...] Ή ίδρυση του Υπουργείου Γεωργίας, τον Ιούνιο του 1917, αμέσως μετά την επάνοδο του Βενιζέλου στην Αθήνα, στάθηκε ή απαρχή της άμεσης κρατικής παρεμβάσεως στην οργάνωση και καθοδήγηση της γεωργικής παραγωγής, έστω και αν ή παρέμβαση ήταν στην αρχή υποτυπώδης.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄: Νεώτερος Ελληνισμός από 1913 ως 1941,
Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 2008, σσ. 75-76.
∆1. Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται, να αναφερθείτε στις επιπτώσεις από την άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων στον τομέα της ελληνικής βιομηχανίας.
Μονάδες 25
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αξιοσημείωτες ήταν οι επιπτώσεις από την εγκατάσταση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της ανατολικής Θράκης και στον επιχειρηματικό τομέα. Η εσωτερική αγορά διευρύνθηκε με την προσθήκη μεγάλου αριθμού καταναλωτών ενώ, ταυτόχρονα, από τον αστικό προσφυγικό πληθυσμό αντλήθηκε φθηνό εργατικό δυναμικό αλλά και ειδικευμένοι τεχνίτες. Η χώρα πλουτίστηκε με ανθρώπους δεδομένης επιχειρηματικής ικανότητας και πείρας, που πρωταγωνιστούσαν στις μεγάλες αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως αναφέρεται στην έκδοση της ΚΤΕ του 1926, στους 7.000 εμπόρους και βιομηχάνους γραμμένους στο Επιμελητήριο της Αθήνας, οι χίλιοι ήταν πρόσφυγες, ενώ στον Πειραιά η αναλογία ήταν μεγαλύτερη. Από την αρχή η πολιτική της ΕΑΠ ενθάρρυνε την εγκατάσταση βιομηχανιών στους συνοικισμούς, με σκοπό την εκτόνωση της ανεργίας. Επρόκειτο όμως, κατά το μεγαλύτερο μέρος, για μικρές βιοτεχνικές μονάδες, οι οποίες ενισχύθηκαν από το κράτος, την ΕΑΠ ή την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με κοινωνικά και όχι αναπτυξιακά κριτήρια. Καινούριοι βιομηχανικοί - βιοτεχνικοί κλάδοι αναπτύχθηκαν (ταπητουργία, μεταξουργία, πλαστικά, βυρσοδεψία) και δόθηκε νέα ώθηση στην κλωστοϋφαντουργία και τη βιοτεχνία ειδών διατροφής. Άνθιση γνώρισε και η βιομηχανία οικοδομικών υλικών, ο μόνος κλάδος που υποκατέστησε μαζικά τις εισαγωγές στο Μεσοπόλεμο. Στη δεκαετία 1922 - 1932 διπλασιάστηκε ο αριθμός των βιομηχανικών μονάδων και αυξήθηκε ο όγκος και η αξία της παραγωγής, χωρίς όμως να επέλθει κάποια δομική αλλαγή. Η βιομηχανία θα αρχίσει να κινείται με ταχύτερους ρυθμούς το 1931, χάρη κυρίως στην πολιτική υποκατάστασης των εξαγωγών που ακολουθεί το ελληνικό κράτος μετά την κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού συστήματος.
Γ. Γιαννακόπουλος, «Η Ελλάδα με τους πρόσφυγες. Η δύσκολη προσαρμογή
στις νέες συνθήκες», στο: Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.),
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, 7ος τόμος:
Ο Μεσοπόλεμος, 1922-1940: Από την Αβασίλευτη ∆ημοκρατία
στη ∆ικτατορία της 4ης Αυγούστου,
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2003, σσ. 97-98.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ
A1.
α) Σωστό β) Λάθος γ) Λάθος δ) Σωστό ε) Σωστό
A2
α) Τάγματα εργασίας: Στο πλαίσιο του διωγμού των Ελλήνων από το 1914 και μετά, από το οθωμανικό κράτος «Οι άνδρες άνω των 45 ετών που δε στρατεύονταν επάνδρωσαν τα τάγματα εργασίας Εκεί πολλοί πέθαναν από κακουχίες, πείνα και αρρώστιες. Όσοι είχαν ηλικία 20 – 45 ετών μπορούσαν αρχικά να εξαγοράσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Όσοι δεν πλήρωσαν χαρακτηρίστηκαν λιποτάκτες. Μετά την κατάργηση της δυνατότητας εξαγοράς της θητείας σημειώθηκαν χιλιάδες λιποταξίες και όσοι συνελήφθησαν, εκτελέστηκαν. (σ. 139.)
β) Πατριαρχική Επιτροπή (1918): «Η επιστροφή των προσφύγων στη Μικρά Ασία ξεκίνησε τους τελευταίους μήνες του 1918 μετά τον τερματισμό του πολέμου για την Τουρκία. Τον Οκτώβριο του 1918 συστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη Πατριαρχική Επιτροπή, με σκοπό την οργάνωση του επαναπατρισμού των εκτοπισμένων, με τη βοήθεια του Πατριαρχείου και της Ελληνικής κυβέρνησης.» (σ. 142-143.)
γ) Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής (1923): «Με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης της Λοζάννης ιδρύθηκε η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Την αποτελούσαν 11 μέλη (τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Τούρκοι και τρία μέλη – πολίτες ουδετέρων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο κρατών) με αρμοδιότητα: τον καθορισμό του τρόπου μετανάστευσης των πληθυσμών και της εκτίμησης της ακίνητης περιουσίας των ανταλλαξίμων» (σ. 151-152.)
Β1
α) «Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1850, έγινε φανερή μια συνολική δυσαρέσκεια μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και της δυσλειτουργίας του πολιτικού συστήματος και συγκροτήθηκαν αντιπολιτευτικοί όμιλοι με εκσυγχρονιστικά κατά κύριο λόγο αιτήματα: ελεύθερες εκλογές, φορολογική μεταρρύθμιση με στόχο την ελάφρυνση των αγροτών, κρατικές επενδύσεις σε έργα υποδομής, ίδρυση αγροτικών τραπεζών, απλούστερη διοίκηση. Τα τμήματα αυτά εξέφρασε σε μεγάλο βαθμό με την πολιτική του δράση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος» (σ. 75-76.)
β) «Το Φεβρουάριο του 1862 η δυσαρέσκεια κατέληξε σε επανάσταση, με αίτημα την απομάκρυνση του βασιλιά. Στην επανάσταση συμμετείχαν κατά κύριο λόγο αξιωματικοί, άνεργοι απόφοιτοι πανεπιστημίου που δεν ήθελαν να εργαστούν στους κλάδους της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής και αισθάνονταν κοινωνικά αδικημένοι. Συμμετείχαν ακόμη και πολλά άτομα ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία ζητούσαν ευκαιρίες για ενεργότερη συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Στις 12 Οκτωβρίου 1862 ο Όθων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα» (σ. 76.)
Β2.
«Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία, το έλυσε ο πόλεμος. Ευθύς μετά την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων (Οκτώβριος 1912) οι πύλες του ελληνικού Κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις απερίγραπτου πατριωτικού ενθουσιασμού. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ανέγνωσε Ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην». Αλλά ο Βενιζέλος δεν προχώρησε περισσότερο, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, εν όψει και του πολέμου που είχε αρχίσει. Αρκέστηκε να αποστείλει στην Κρήτη ως Γενικό Διοικητή το φίλο του Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντα του στις 12 Οκτωβρίου 1912. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς ήταν πλέον ορατή η ήττα της Τουρκίας. Στην πράξη η ένωση είχε συντελεστεί και απλώς έμενε η επικύρωση της με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας. Όλα τα σύμβολα της τουρκικής επικυριαρχίας, αλλά και της κηδεμονίας των Μ. Δυνάμεων, είχαν πλέον εξαφανιστεί από την Κρήτη». (σ. 219)
Γ1.
α) Ενώ εκκρεμούσε το ζήτημα της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, «το αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του «εθνικού διχασμού». Το 1917 και συγκεκριμένα στις 20 Μαΐου, όπως αναφέρεται και στη δοθείσα δευτερογενή ιστορική πηγή, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης. Μάλιστα, το Φθινόπωρο του ίδιου χρόνου η μεταρρύθμιση με τη λήψη πρόσθετων μέτρων επεκτάθηκε «με μερικές αλλαγές» ούτως ώστε η απαλλοτρίωση να αφορά έγγειες ιδιοκτησίες σ' όλη την χώρα. Ο στόχος ήταν διπλός: αφενός η στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις νεοαποκτηθείσες περιοχές και αφετέρου η αποκατάσταση των προσφύγων και η πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο. Με βάση αυτά τα νομοθετήματα η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών έγινε δυνατή στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, όταν η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος». (Βλ. σχολικό βιβλίο σ. 43-44). Επιπλέον, από την ιστορική πηγή επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
1) Τα μέτρα για την απαλλοτρίωση ήταν «αναγκαστικά» και αφορούσαν 1.000 στρέμματα.
2) Επωφελούνταν από τη γενναία μεταρρύθμιση οι άκληροι αγρότες, τόσο οι ντόπιοι όσο και οι πρόσφυγες που κατέκλυσαν την Ελλάδα μετά το 1922.
Οι γαίες που θα λάμβαναν αφορούσαν τόσο τις απαλλοτριωμένες εκτάσεις όσο και αυτές του δημοσίου. Βέβαια, ήταν ανέφικτη η υλοποίηση του μέτρου, ενώ η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο και συγκεκριμένα στον Α΄ Παγκόσμιο (1917-1918). Γι' αυτό, εξάλλου, το 1918 απαλλοτριώθηκε μόλις ένα μεγάλο τσιφλίκι. Η αναβολή στην εφαρμογή των μέτρων παρατάθηκε, καθώς ο πολεμικός πυρετός συνεχιζόταν, τόσο με την εκστρατεία στην Ουκρανία (1919), όσο και με τη μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922). Έτσι το πρόγραμμα εφαρμόστηκε μετά την καταστροφή του 1922 και τη «μεγάλη εισροή προσφύγων» ως επιτακτική ανάγκη για την αποκατάστασή τους. «Η αναδιανομή που έγινε έφτανε το 85% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων στη Μακεδονία και το 68% στη Θεσσαλία. Στο σύνολο της καλλιεργήσιμης γης της χώρας το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 40%.» (σ. 45).
β) «Μετά από λίγα χρόνια, κάτω από την πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η αγροτική μεταρρύθμιση ολοκληρώθηκε και οδήγησε την αγροτική οικονομία της χώρας σε καθεστώς μικροϊδιοκτησίας. Με τη σειρά της η νέα κατάσταση δημιούργησε προβλήματα. Οι μικροκαλλιεργητές δυσκολεύονταν να εμπορευματοποιήσουν την παραγωγή τους και έπεφταν συχνά θύματα των εμπόρων. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση προωθήθηκε η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας, κρατικών οργανισμών παρέμβασης και παραγωγικών συνεταιρισμών.», σ. 45
Στη λήψη πρόσθετων μέτρων προκειμένου να καμφθούν τα νέα προβλήματα αναφέρεται και το απόσπασμα από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 1917 ιδρύθηκε το Υπουργείο Γεωργίας προκειμένου να «οργανωθεί» και να «καθοδηγηθεί» η γεωργική παραγωγή, μολονότι «η παρέμβαση ήταν στην αρχή υποτυπώδης». Πάντως «το αγροτικό ζήτημα απέκτησε έτσι νέο περιεχόμενο, χωρίς να προκαλέσει τις εντάσεις που γνώρισαν άλλα κράτη της Ευρώπης (Ισπανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, κ.λπ.)». (σ. 45)
Δ1.
«Το προσφυγικό ζήτημα ως συνέπεια της Μικρασιατικής καταστροφής, αποτέλεσε για την Ελλάδα ένα οικονομικό ζήτημα μεγάλης σπουδαιότητας με επιπτώσεις σε όλους τους τομείς του νεοελληνικού κράτους» (Βλ. σχολικό βιβλίο σ. 166).
«Για ένα διάστημα η άφιξη των προσφύγων φαινόταν δυσβάστακτο φορτίο για την ελληνική οικονομία. Μεσοπρόθεσμα όμως αυτή ωφελήθηκε από την εγκατάσταση των προσφύγων». (Βλ. σχολικό βιβλίο σ. 167). «Η άφιξη των προσφύγων αναζωογόνησε και τη βιομηχανία με νέο, ειδικευμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό, με τη διεύρυνση της καταναλωτικής αγοράς και με τη δράση ανθρώπων με επιχειρηματικές ικανότητες. Στη δεκαετία 1922 – 1932, διπλασιάστηκε ο αριθμός των βιομηχανικών μονάδων. Η πρόοδος όμως δεν ήταν σημαντική, εξαιτίας κυρίως της διατήρησης των παραδοσιακών δομών λειτουργίας τους. Η συμμετοχή των προσφύγων (ως κεφαλαιούχων και ως εργατών) ήταν μεγαλύτερη στην κλωστοϋφαντουργία, την ταπητουργία, τη μεταξουργία, την αλευροβιομηχανία και την παραγωγή οικοδομικών υλικών. Αρκετοί ήταν οι πρόσφυγες που αναδείχθηκαν ως επιχειρηματίες, βιομήχανοι ή μεγαλέμποροι. Οι Έλληνες που προέρχονταν από αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας και την Κωνσταντινούπολη υπερείχαν σε σύγκριση με τους αυτόχθονες σε επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση, κατάρτιση και προοδευτικές αντιλήψεις. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της ζωής τους, η γνώση ξένων γλωσσών, οι επαφές που είχαν αναπτύξει με την Ευρώπη και η πείρα που διέθεταν τους βοήθησαν, όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα να οργανώσουν δικές τους επιχειρήσεις ή να στελεχώσουν επιχειρήσεις άλλων, προσφύγων ή γηγενών. Η άφιξη των προσφύγων επέδρασε και στην ένταξη των γυναικών στον ενεργό πληθυσμό. Το 1930 οι γυναίκες αποτελούσαν την πλειονότητας των εργατών στην κλωστοϋφαντουργία, την καπνοβιομηχανία και τη βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων.». (Βλ. σχολικό βιβλίο σ. 168-169). Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από όσα αναφέρει και το παράθεμα από τη μελέτη του Γ. Γιαννακόπουλου. Συγκεκριμένα, εντοπίζουμε και συνδυάζουμε με τις «ιστορικές γνώσεις» τα εξής σημεία: Οι συνέπειες από την ένταξη των προσφύγων υπήρξαν «αξιοσημείωτες» αφού:
1) Διευρύνθηκε η εσωτερική αγορά με την άφιξη χιλιάδων καταναλωτών.
2) Οι πρόσφυγες αποτέλεσαν φτηνό εργατικό δυναμικό αλλά και τροφοδότησαν την παραγωγική διαδικασία με ειδικευμένους τεχνίτες.
3) Η επιχειρηματική δεινότητα πολλών προσφύγων, με εμπειρία και καινοτόμες ιδέες αναθέρμανε την καχεκτική και εμπορική δραστηριότητα της χώρας. Τα στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών του 1926 είναι χαρακτηριστικά: 1.000 πρόσφυγες εγγεγραμμένοι στο Επιμελητήριο Αθηνών, ανάμεσα στους 7.000, με ακόμα μεγαλύτερη αναλογία στον Πειραιά.
4) Η εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων στους προσφυγικούς συνοικισμούς έδινε σημαντικές λύσεις στο ζήτημα της ανεργίας.
5) Οι παραγωγικές αυτές μονάδες ενισχύθηκαν από την ΕΑΠ ή την Εθνική Τράπεζα με κριτήρια κοινωνικά, ένα μέτρο δηλαδή κοινωνικής προστασίας για τους οικονομικά ασθενείς πρόσφυγες.
6) Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι παραγωγής, ιδιαίτερα δε η βιομηχανία οικοδομικών υλικών, ένας κλάδος που «υποκατέστησε μαζικά τις εισαγωγές» κατά τον Μεσοπόλεμο.
7) Ο αριθμός των βιομηχανιών διπλασιάστηκε, ενώ αυξήθηκε ο όγκος και η αξία της παραγωγής.
8) Όλες αυτές οι μεταβολές πάντως δεν οδήγησαν σε ποιοτική αναδιάρθρωση, «δομικές» αλλαγές, τη βιομηχανία.
9) Το 1931 και ενώ είχε ξεσπάσει η μεγάλη οικονομική κρίση που συγκλόνισε τον καπιταλιστικό δυτικό κόσμο, η εγχώρια ελληνική βιομηχανία αναπτύσσει «ταχύτερους ρυθμούς», αφού το ελληνικό κράτος «υποκατέστησε» τις εξαγωγές με τόνωση της εσωτερικής αγοράς και διαθρωτικές, προστατευτικού χαρακτήρα, παρεμβάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου