ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
(τέλη 19ου - αρχές 20ού αιώνα)
Αφού ερμηνεύσετε την αυξομείωση του αριθμού των μεταναστών κατά την περίοδο 1896 - 1935, να αναφερθείτε στις συνέπειες που είχαν οι μεταναστεύσεις στην οικονομία της Ελλάδας.
ΠΗΓΗ1
[…] … καθώς η Ελλάδα είχε υπερπληθυσμό, αντιμετώπισε χωρίς προβλήματα την απώλεια των μεταναστών. Στα χωριά όπου παρουσιάστηκαν οι μεγαλύτερες δυσκολίες, ο γυναικείος πληθυσμός έκανε όλες τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Από μια άποψη μάλιστα η μεταναστευτική κίνηση ευνόησε την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας. Οι μετανάστες έστελναν στα σπίτια τους μεγάλα χρηματικά εμβάσματα. Το συνολικό ποσόν των επιταγών έφτασε το 1911 τα 58 εκατομμύρια δραχμές. Τα ποσά αυτά έδιναν στις οικογένειες τη δυνατότητα να εξοφλήσουν τα ενυπόθηκα δάνεια και τα άλλα χρέη τους. Τους επέτρεπε μάλιστα να επενδύουν χρήματα στη γη, που η αξία της ανέβηκε. Συγχρόνως, η εισροή αυτή των δολαρίων που ισοδυναμούσε με το ένα τέταρτο των εσόδων της Ελλάδας από τις «εξαγωγές» της, βελτίωσε το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο και μείωσε το τραπεζικό επιτόκιο. Είναι αυτονόητο ότι ένα μέρος των χρημάτων που στέλνονταν από το εξωτερικό επενδύονταν σε βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις.
Η γρηγορότερη επέκταση των επιχειρήσεων αυτών δημιούργησε μία αστείρευτη πηγή για όλο μεγαλύτερα κέρδη, που έπαιρναν και πάλι το δρόμο της αγροτικής παραγωγής.
Douglas Dakin, Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923,
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,
1978, σελ. 378-379.
Η μετανάστευση στο εξωτερικό κατά την περίοδο 1896 – 1935
| ||||
ΕΤΗ
|
ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
| |||
1896 - 1900
|
11.000
| |||
1901 - 1905
|
51.000
| |||
1906 - 1910
|
122.000
| |||
1911 - 1915
|
128.000
| |||
1916 - 1920
|
67.000
| |||
1921 - 1925
|
50.000
| |||
1926 - 1930
|
41.000
| |||
1931 - 1935
|
15.000
| |||
Σχολικό βιβλίο, σ. 49.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Από το 1896 αρχίζει μία άξια λόγου μεταναστευτική κίνηση προς το εξωτερικό, η οποία κορυφώνεται κατά την περίοδο 1911-1915, οπότε ο αριθμός των μεταναστών φτάνει τις 128.000. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός όσων μεταναστεύουν κατά την περίοδο 1896-1900 είναι 11.000 και οφείλεται στο γεγονός ότι αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες αρνητικές συνέπειες της σταφιδικής κρίσης στον ελλαδικό χώρο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το οξύ κοινωνικό ζήτημα των άκληρων αγροτών (κολίγων) του θεσσαλικού κάμπου, άνοιξε τους δρόμους προς την εξωτερική μετανάστευση. Κύριος προορισμός οι Η.Π.Α. όπου οι ευκαιρίες απασχόλησης, σε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη οικονομία, ήταν πολλές και μάλιστα έδιναν τη δυνατότητα ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Στις περιπτώσεις αυτές τα εμβάσματα προς την πατρίδα ήταν συχνά και ενίσχυαν το γλίσχρο εισόδημα των αγροτικών οικογενειών.
Την περίοδο 1901-1905 ο αριθμός των μεταναστών αυξάνεται σε σημαντικό βαθμό φτάνοντας τις 51.000, για να υπερδιπλασιαστεί την αμέσως επόμενη περίοδο 1906-1910. Ο αριθμός των μεταναστών δείχνει να σταθεροποιείται μεταξύ 1906 και 1910 φτάνοντας τις 122.000, για να κορυφωθεί την αμέσως επόμενη περίοδο 1911-1915 με μικρή αύξηση του αριθμού των μεταναστών: 128.000. Αν, λοιπόν, μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα το ποσοστό των Ελλήνων μεταναστών παίρνει - για τα ελληνικά δεδομένα - μαζικό χαρακτήρα, λόγω των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετώπιζε η ύπαιθρος και της οικονομικής καχεξίας που ταλάνιζε το κράτος, οι όροι σταδιακά μεταβάλλονται, λόγω του ότι φαίνεται να ξεπερνιέται η σταφιδική κρίση, ενώ, παράλληλα, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει τάσεις ανάκαμψης, εξαιτίας της ευεργετικής επίφασης που είχε η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Δ.Ο.Ε.) το 1898 στα δημοσιονομικά ζητήματα της χώρας σε μακροπρόθεσμη βάση. Ταυτόχρονα, το 1912 ξεκινούν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, γεγονός που συμβάλλει στον περιορισμό του μεταναστευτικού ρεύματος, αν λάβουμε υπόψη ότι οι παραγωγικές ηλικίες των ανδρών συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με όσους επιστρατεύονται για τις ανάγκες του πολέμου.
Η σημαντική μείωση του αριθμού των μεταναστών αντικατοπτρίζεται στην αμέσως επόμενη περίοδο (1916-1920: 67.000) και σχετίζεται με τα προαναφερθέντα αίτια, αφού η Ελλάδα είχε εμπλακεί στον Α Παγκόσμιο πόλεμο (1917-1918), ενώ ακολούθησε η Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922). Με την έλευση των προσφύγων ένας αριθμός Μικρασιατών, λόγω των δυσμενών σα/θηκών διαβίωσης, αναγκάζεται να μεταναστεύσει στο εξωτερικό (βλ. σχ. βιβλίο σ. 147) και είναι αυτοί κυρίως που συντελούν ώστε ο αριθμός να φτάσει τις 50.000 κατά το διάστημα 1921-1925.
Την περίοδο 1926-1930 οι μετανάστες είναι 41.000 και φτάνουν στο κατώτερο σημείο (15.000) κατά την πενταετία 1931-1935. Αυτή η μείωση εξηγείται από το γεγονός ότι στην Ελλάδα, παρά το κόστος - κοινωνικό, εθνικό, οικονομικό - της καταστροφής του '22, παρατηρείται μια αναπτυξιακή δυναμική τόσο στην αγροτική οικονομία, με τη διανομή των γεωργικών κλήρων όσο και στο δευτερογενή τομέα με την ίδρυση νέων βιομηχανικών μονάδων, οι οποίες απορροφούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων.
Ταυτόχρονα, το 1929 ξεσπά η μεγάλη οικονομική κρίση στις Η.Π.Α. που συγκλονίζει αρχικά την οικονομία της και κατόπιν εξαπλώνεται στην Ευρώπη. Οι ευκαιρίες απασχόλησης μειώνονται μέχρις αφανισμού, ενώ νόμοι που εκδίδονται απαγορεύουν την εισροή ξένων εργατών στην Αμερική
Στις ευεργετικές συνέπειες που είχε η μετανάστευση προς το εξωτερικό αναφέρεται και η συγκεκριμένη δευτερογενής ιστορική πηγή. Ο συγγραφέας της Douglas Dakin θεωρεί ότι η μετανάστευση όχι μόνον δεν κλόνισε την ελληνική οικονομία, αλλά λειτούργησε και πολύ θετικά
Επισημαίνει, μάλιστα, ότι στην ελληνική ύπαιθρο - απ' όπου και η μεγαλύτερη πληθυσμιακή αφαίμαξη του ανδρικού πληθυσμού - οι γυναίκες μπόρεσαν να αναπληρώσουν το κενό, «κάνοντας όλες τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν». Ο θετικός αντίκτυπος, λοιπόν, παρουσιάζεται κατά τρόπο εμφατικό στην οικονομική πορεία της χώρας. Τα εμβάσματα αποτελούσαν σημαντική ενίσχυση στο πενιχρό αγροτικό εισόδημα, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η εξόφληση των ενυπόθηκων δανείων και των ποικίλων χρεών.
Κι όχι μόνον αυτό αλλά άρχισαν σταδιακά οι επενδύσεις στη γη, με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη αξία. Παράλληλα, οι θετικές συνέπειες αντανακλούσαν και στο εμπόριο, ενώ δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για «φτηνότερο» χρήμα με τη μείωση των τραπεζικών επιτοκίων. Τέλος, και ο δευτερογενής τομέας άρχισε να σημειώνει θετικά αποτελέσματα μέσα σε ένα κλίμα αναθέρμανσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία μέχρι τότε είχε καθηλωθεί σε ρυθμούς μόνιμης υπανάπτυξης και καχεξίας.
αναδημοσίευση από: EΘNOΣ-ΠAIΔEIA, Τετάρτη 5 Μαΐου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου