Τι πήρε από τον πατέρα του, τι από τη μάνα του ο διγενής Νεοέλληνας; Ψάχνουμε να βρούμε τη νέα ψυχή μας στα δημοτικά τραγούδια, στους χορούς, στα κεντήματα, στη μουσική, στην αρχιτεκτονική του ελληνικού σπιτιού, στις συνήθειες, στις γιορτές, στις παροιμίες, στις πρόληψες, στη γλώσσα μας, και βλέπουμε τα δυο ρέματα, το ντόπιο ελληνικό και το ανατολίτικο, πότε να τρέχουν παράλληλα, χωρίς να σμίγουν, πότε να σμίγουν και να παλεύουν λυσσασμένα, και σπάνια ακόμα να έχουν φτάσει σε οργανική ένωση. Ο Νεοέλληνας αγαπάει τη ζωή, φοβάται το θάνατο, αγαπάει την πατρίδα και συνάμα είναι παθολογικά ατομικιστής, κολακεύει σα Βυζαντινός τον ανώτερο, τυραννεί σαν αγάς τον κατώτερο, και συνάμα μπορεί να σκοτωθεί για το φιλότιμο. Είναι έξυπνος κι άβαθος, χωρίς μεταφυσική αγωνία, και συνάμα, όταν αρχίσει να τραγουδάει, μια πίκρα παγκόσμια πετιέται από τ' ανατολίτικα σωθικά του, σπάζει την κρούστα της ελληνικής λογικής κι ανεβαίνει από τα σπλάχνα του, όλο μυστήριο και σκοτάδι, η Ανατολή.