ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
πορεύομαι ἐπί τούς νεκρούς = πηγαίνω να ζητήσω τους νεκρούς
ἀπαντάω -ῶ = συναντώ
ἀποστρέφω = γυρίζω κάποιον πίσω
ἀναχωρῶ = υποχωρώ, οπισθοχωρώ
πάλιν ἀναχωρῶ = επιστρέφω
καθίσταμαι ἐπί τινά = εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι σε κάποιον
τά παρά τῶν Βοιωτῶν = αυτά που προστάχτηκαν από τους Βοιωτούς
δράω -ῶ = κάνω, προξενώ
νόμιμα = οι συνήθειες
καθεστηκώς – υῖα – ός (και καθεστώς – καθεστῶσα – καθεστός) = αυτός που υπάρχει, που επικρατεί
καθεστῶτα = οι νόμοι που υπάρχουν, τα ήθη και τα έθιμα, το πολίτευμα
ἰόντας ἐπί τήν ἀλλήλων (γῆν) = όταν εισβάλλει ο ένας στη χώρα του άλλου
ἔνειμι = είμαι μέσα
τά ἐνόντα ἱερά = τα ιερά που υπάρχουν μέσα σ’ αυτή τη χώρα
ἐνοικῶ = κατοικώ μέσα
βέβηλος = α. τόπος στον οποίο επιτρέπεται να πατήσει κανείς β. (για τους ανθρώπους) ανίερος, ανόσιος
αύτόθι = σ’ αυτό το μέρος
ἄψαυστος = άθικτος, ανέγγιχτος, απείραχτος
πλήν χρῆσθαι = παρά μόνο το χρησιμοποιούσαν
ἡ χέρνιψ (τῆς χέρνιβος) = το αγιασμένο νερό με το οποίο έπλεναν τα χέρια πριν τις θυσίες, το αγίασμα
πρός τά ἱερά = για τις θρησκευτικές τελετές
ἀνασπάω -ῶ = αντλώ
ὑδρεύομαι = παίρνω, χρησιμοποιώ νερό για προσωπική χρήση
ὁμωχέται δαίμονες = θεοί που λατρεύονται στον ίδιο ναό
προαγορεύω = προειδοποιώ, δηλώνω απερίφραστα, συμβουλεύω
ἀποφέρομαι = παίρνω μαζί μου
|
κειμενο:
Ἐκ δέ τῶν Ἀθηναίων κῆρυξ πορευόμενος ἐπί τούς νεκρούς ἀπαντᾷ κήρυκι Βοιωτῷ, ὅς αὐτόν ἀποστρέψας καί εἰπών ὅτι οὐδέν πράξει πρίν ἄν αὐτός ἀναχωρήσῃ πάλιν, καταστάς ἐπί τούς Ἀθηναίους ἔλεγε τά παρά τῶν Βοιωτῶν, ὅτι οὐ δικαίως δράσειαν παραβαίνοντες τά νόμιμα τῶν Ἑλλήνων· πᾶσι γάρ εἶναι καθεστηκός ἰόντας ἐπί τήν ἀλλήλων ἱερῶν τῶν ἐνόντων ἀπέχεσθαι, Ἀθηναίους δέ Δήλιον τειχίσαντας ἐνοικεῖν, καί ὅσα ἄνθρωποι ἐν βεβήλῳ δρῶσι πάντα γίγνεσθαι αὐτόθι, ὕδωρ τε, ὅ ἦν ἄψαυστον σφίσι πλήν τά ἱερά χέρνιβι χρῆσθαι, ἀνασπάσαντας ὑδρεύεσθαι· ὥστε ὑπέρ τε τοῦ θεοῦ καί ἑαυτῶν Βοιωτούς, ἐπικαλουμένους τούς ὁμωχέτας δαίμονας καί τόν Ἀπόλλῳ, προαγορεύειν αὐτούς ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἀπιόντας ἀποφέρεσθαι τά σφέτερα αὐτῶν.
μεταφραση:
Ένας κήρυκας των Αθηναίων, που πήγαινε να ζητήσει τους νεκρούς, συναντά στο δρόμο ένα Βοιωτό κήρυκα, ο οποίος αφού τον γύρισε πίσω και του είπε ότι δε θα πετύχει τίποτα πριν επιστρέψει ο ίδιος, αφού παρουσιάστηκε στους Αθηναίους τους έλεγε αυτά που προστάχθηκαν από τους Βοιωτούς, ότι δηλαδή διέπραξαν αδίκημα που παρέβαιναν τα κοινά έθιμα των Ελλήνων. Γιατί ενώ είναι καθιερωμένο σε όλους, όταν εισβάλλουν ο ένας στη χώρα του άλλου, να απέχουν (σέβονται) από τα ιερά που υπάρχουν σε αυτή, οι Αθηναίοι, αφού τείχισαν το Δήλιο, μένουν μέσα, και ότι γίνονται σ’ αυτό το μέρος όλα, όσα οι άνθρωποι κάνουν σε τόπο που δεν είναι ιερός, και το νερό, το οποίο οι Βοιωτοί δεν άγγιζαν παρά μόνο το χρησιμοποιούσαν ως αγιασμό για τις θρησκευτικές τους τελετές, αφού το αντλούσαν το χρησιμοποιούσαν (για ατομική χρήση). Γι’ αυτό οι Βοιωτοί, υπερασπίζοντας τα δικαιώματα του θεού και τα δικά τους, καλούν τους Αθηναίους, στο όνομα των κοινών θεών και του Απόλλωνα, αφού αναχωρήσουν από το ιερό να πάρουν ό,τι τους ανήκει.
|