Κείμενο:

Όσο περνά ο καιρός, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που ξεπερνώντας τη φιλήδονη υπνηλία του πλήθους, ανησυχούν, γιατί αντιλαμβάνονται πως οι μηχανές, μέρα με τη μέρα, γίνονται μια πραγματικότητα απάνθρωπη, καταθλιπτική, πιεστική. Σαν το μαθητευόμενο μάγο, ο άνθρωπος της εποχής μας κινδυνεύει από αυτό το «μηχανικό σύμπαν» μέσα στα σπλάχνα του οποίου όλο και πιο βαθιά εισχωρεί. Λεν είναι μόνο το παιχνίδι που τον ωθεί. Είναι, ουσιαστικά, μια λαχτάρα επίγειας ευδαιμονίας που οιστρηλατεί τις εμπνεύσεις του και που τον αναγκάζει να προβεί σε έναν τρομερό μετασχηματισμό: ν’ απαρνηθεί το ρυθμό και το χρόνο της δικής του, ανθρώπινης, προσωπικής ζωής και να εγκολπωθεί το ρυθμό και το χρόνο της μηχανής. Να κινείται, να τρώει, να σκέφτεται, να ζει, να δρα, μιμούμενος τη μηχανή. Έτσι, χωρίς καλά - καλά να το καταλάβει, έπαψε να ‘ναι πρότυπο του ανθρώπινου βίου ο θεός ή ο άγιος, ο σοφός ή ο ενάρετος, ο σώφρων ή ο έντιμος και τη θέση τους κατέλαβε η μηχανή. Παρουσία δεσποτική που εφευρέθηκε, για ν’ αφήνει τάχα περισσότερο ελεύθερο χρόνο στον άνθρωπο και να τον πλουτίζει με περισσότερα αγαθά, κατέλαβε ολόκληρο το χώρο της ζωής του και όλο και πιο βαθιά τον υποδουλώνει και προσπαθεί να του αλλάξει κι αυτήν ακόμη τη βαθύτερη φύση του, την κίνηση του εσωτερικού του κόσμου.