ο θεμιστοκλησ διωκομενοσ καταφευγει στον αδμητο
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ἔχω τινά = δέχομαι κάποιον, έχω υπό την προστασία μου, παρέχω άσυλο ἀπεχθάνομαι τινί = μισούμαι, γίνομαι μισητός σε κάποιον κατά πύστιν = σύμφωνα με τις πληροφορίες πύστις = πληροφορία, ερώτηση κατά τι ἄπορον = εξαιτίας κάποιου αδιεξόδου οὐ φίλος = πολέμιος (σχήμα λιτότητας) καταλύω (αμετάβατο) = μένω, διαμένω ἐπιδημῶ = ζω, βρίσκομαι στην πατρίδα μου ἐνδημῶ = μένω στην πατρίδα μου ἀποδημῶ = είμαι μακριά από την πατρίδα μου φεύγω = εξορίζομαι, είμαι εξόριστος ὁ φεύγων = ο εξόριστος . | κειμενο: Ὁ δέ Θεμιστοκλῆς προαισθόμενος φεύγει ἐκ Πελοποννήσου ἐς Κέρκυραν, ὤν αὐτῶν εὐεργέτης. Δεδιέναι δέ φασκόντων Κερκυραίων ἔχειν αὐτόν ὥστε Λακεδαιμονίοις καί Ἀθηναίοις ἀπέχεσθαι, διακομίζεται ὑπ’ αὐτῶν ἐς τήν ἤπειρον τήν καταντικρύ. Καί διωκόμενος ὑπό τῶν προστεταγμένων κατά πύστιν ᾗ χωροίη, ἀναγκάζεται κατά τι ἄπορον παρά Ἄδμητον τόν Μολοσσῶν βασιλέα, ὄντα αὐτῷ φίλον, καταλῦσαι. Και ὁ μέν οὐκ ἔτυχεν ἐπιδημῶν, ὁ δέ τῆς γυναικός ἱκέτης γενόμενος διδάσκεται ὑπ’ αὐτῆς τόν παῖδα σφῶν λαβών καθέζεσθαι ἐπί τήν ἐστίαν. Καί ἐλθόντος οὐ πολύ ὕστερον τοῦ Ἀδμήτου δηλοῖ τε ὅς ἐστι καί οὐκ ἀξιοῖ, εἴ τι ἄρα αὐτός ἀντεῖπεν αὐτῷ Ἀθηναίων δεομένῳ, φεύγοντα τιμωρεῖσθαι. μεταφραση: Ο Θεμιστοκλής όμως όταν κατάλαβε (την πρόθεσή τους) καταφεύγει από την Πελοπόννησο στην Κέρκυρα, επειδή ήταν ευεργέτης τους. Επειδή όμως οι Κερκυραίοι έλεγαν ότι φοβούνταν να του παρέχουν άσυλο, αποτέλεσμα του οποίου θα ήταν να γίνουν μισητοί στους Λακεδαιμόνιους και στους Αθηναίους, μεταφέρεται από αυτούς στην απέναντι στεριά. Επειδή όμως καταδιώκονταν από αυτούς που είχαν οριστεί (για τη σύλληψή του) σύμφωνα με τις πληροφορίες που πήγαινε κάθε φορά, αναγκάζεται εξαιτίας αδιεξόδου να ζητήσει κατάλυμα κοντά στον Άδμητο, το βασιλιά των Μολοσσών, μολονότι δεν ήταν φίλος του. Και ο Άδμητος έτυχε να απουσιάζει (κατά τύχη απουσίαζε), κι ο Θεμιστοκλής αφού έγινε ικέτης της γυναίκας του, συμβουλεύεται από αυτή να καθίσει στην εστία, αφού πάρει στην αγκαλιά του το παιδί τους. Κι όταν μετά από λίγο ήρθε ο Άδμητος του φανερώνει ποιος είναι, και λέει ότι δε θεωρεί δίκαιο, αν τυχόν αυτός του αντιτάχθηκε σε κάποιο ζήτημα, όταν ζητούσε (τη βοήθεια) των Αθηναίων, να τον εκδικείται ενώ είναι εξόριστος. |