Όταν αποφασίζεις να μιλήσεις για τον Γιώργο Ιωάννου, δύσκολα αποφεύγεις έναν κόμπο στο λαιμό. Για μένα ο Ιωάννου αποτελεί το πρότυπο του Έλληνα δάσκαλου, του φτωχού σε υλικά αγαθά αλλά πάμπλουτου σε ψυχή και σε πνεύμα, του συγγραφέα που βρίσκει τον τρόπο, με λιτά μέσα, να συγκινήσει, να δονήσει το «ανθρώπινο υλικό».
Θέματα της λογοτεχνίας του: ο θάνατος, ο έρως, η ανέχεια, ο κατατρεγμός, η δυσχέρεια στην έκφραση και στην επικοινωνία, η αμείλικτη απομόνωση, ο άσχημος δαμασμός του πρωτόγονου ανθρώπου από τα γράμματα, η «αμαρτία της μόρφωσης».
Ο Γ. Ι. έζησε χορταστικά τον τρομακτικό εικοστό αιώνα. Γεννημένος το 1927 στη Θεσσαλονίκη, παιδί προσφύγων από την ανατολική Θράκη (Ραιδεστός, Κεσσάνη), σπουδάζει στο Ιστορικό – αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου για ένα διάστημα υπηρετεί σαν βοηθός. Εργάζεται μετά ως καθηγητής σε ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας και της επαρχίας μέχρι το διορισμό του στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1962 στέλνεται από την υπηρεσία του στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου ιδρύει ελληνικό γυμνάσιο, στο οποίο διδάσκει δυο χρόνια. Από το 1971 κατοικεί μόνιμα στην Αθήνα, όπου υπηρετεί με απόσπαση στο Υπουργείο Παιδείας. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1985 πεθαίνει στο Σισμανόγλειο νοσοκομείο μετά από απλή εγχείρηση προστάτη.
Το πρώτο βιβλίο του Γ. Ι. ήταν η μικρή ποιητική συλλογή «Ηλιοτρόπια» (Θεσσαλονίκη, 1954). Η δεύτερη και βασική συλλογή του «Τα χίλια δέντρα» εκδίδεται το 1963. Την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο πεζογραφημάτων «Για ένα φιλότιμο». Ο ενθουσιασμός με τον οποίο έγινε δεκτό το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά και η ισχυρή εσωτερική παρόρμηση οδήγησαν τον Ιωάννου στην απόφαση να εκφράζεται από εδώ και μπρος σχεδόν αποκλειστικά με την πεζογραφία. Ακολουθούν: «Η Σαρκοφάγος» (1971), «Η μόνη κληρονομιά» (1974), «Το δικό μας αίμα» (1978), «Επιτάφιος θρήνος» (1980), «Ομόνοια» (1980), «Κοιτάσματα» (1981), «Πολλαπλά κατάγματα» (1981), «Εφήβων και μη» (1982), «Καταπακτή» (1982), «Εύφλεκτη χώρα» (1982), «Η πρωτεύουσα των προσφύγων» (1984), που αποτελεί και το τελευταίο πεζογραφικό του έργο. Όλα από τις εκδόσεις Κέδρος. Εκδίδει επίσης το θεατρικό εργο για παιδιά «Το αυγό της κότας» (1981), που ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο. Μετά το θάνατό του εκδίδεται και το παιδικό ανάγνωσμα «Ο Πίκος και η Πίκα» (1986).
Η πινακοθήκη των ηρώων του αποτελείται βασικά από ...αντιήρωες. Απλοϊκά αλλά όμορφα, καλοφτιαγμένα παιδιά της εργατικής τάξης, που θα τα απομυζήσει ερωτικά – ποιός άλλος; – η άρχουσα τάξη, η πλουτοκρατία. Νέες κοπέλες που πεθαίνουν, άρρωστες ή πάνω στον τοκετό, και οι δικοί τους τις αποχαιρετούν κουνώντας τα σκεβρωμένα τους χέρια. Γονείς που αγωνίζονται για τον επιούσιο και δε διστάζουν να φυτέψουν ψυχικά μαχαίρια στη ράχη των παιδιών τους. Συγγενολόγια που ζουν απομακρυσμένα ή σε αναγκαστική, ψυχοφθόρα συστέγαση, ορφανά μωρά και απέθαντες γριές. Καθηγητές πανεπιστημίου, ανώνυμοι ήρωες ή δοσίλογοι, ατελεύτητες πομπές νεκρών. Το σκηνικό συμπληρώνεται από ζώα όπως κότες, κάργες, δεκαοχτούρες, φίδια, βατράχια, μουλάρια – στους αντιήρωες ανήκουν κι αυτά, και μάλιστα στους ιδιαίτερα αξιομνημόμευτους. Νεκροπόλεις – νεκροταφεία, που γίνονται ερωτικά εντευκτήρια. Οι παλιοί του καθηγητές «επιχωματώνονται». Το αβυσσαλέο μίσος που φυτρώνει στους ακαδημαϊκούς λειμώνες, τα ψεύτικα και τα πομπώδη με τα οποία ταΐζεται ο ελληνικός λαός. Η απόλαυση του μοναχικού εγκλεισμού, η ασκητική διάσταση των κελιών («άγια κελιά»). Οι στενοί, ακατάλληλοι χώροι, όπου στοιβάζονται οι οικογένειες λαβώνοντας την αξιοπρέπεια των μελών τους.
Η ζωή, η νεοελληνική ζωή των δεκαετιών που έζησε ο Γιώργος Ιωάννου είχε άφθονα βάσανα και λιγοστές χαρές. Ο συγγραφέας υμνεί την προσφυγιά, αυτή τη μουντή, κυνηγημένη λαοθάλασσα που πλάκωσε από τις ελληνικές πατρίδες της Ανατολής. Πόντιοι, Μικρασιάτες, Καυκάσιοι, Καππαδόκες, Θρακιώτες. Όλοι αυτοί, αφού ακούμπησαν στα νέα χώματα και στεγάστηκαν από τον Εποικισμό, αυτή την ηρωική υπηρεσία της απελπισίας, ρίζωσαν και άνθισαν. Μπόλιασαν τους παλιούς πληθυσμούς, οι οποίοι βεβαίως τους έκαναν όσο μπόρεσαν μαύρο το βίο τα πρώτα χρόνια. Δημιουργήθηκε έτσι η νέα μακεδονική γενιά, «λέοντες στη μορφή και θεοί στην καρδία», άξια και υπεράξια.
Η «παρέλαση των προσφύγων» γοητεύει τον αναγνώστη, αφού ο Ιωάννου τους περιγράφει ερωτικά: «εκείνες οι βυζαντινίζουσες μορφές, στις οποίες σκοντάφτεις κοιτώντας, με κείνο το μεγάλο ανατολίτικο και με βαριά ματόφυλλα μάτι, που ρίχνει βλέμμα χαμογελαστό, χαϊδευτικό, από το βάθος του, ενώ στο άλλο ανατολίτικο, το οθωμανικό, φωλιάζει η λάμψη μιας έχθρας και μιας αγριότητας, που ποτέ δε σβήνει». Οι πρόσφυγες, οι πρόσφυγες, που από το ’14 ως το ’24 κι ακόμη πιο πέρα, πήραν να καταφθάνουν μεμονωμένοι ή σε μικρές ομάδες στην αρχή, κοπαδιαστά και άτακτα αργότερα, με αραμπάδες, ζώα, βάρκες, καΐκια, βαπόρια, ακόμη και με τα πόδια, σε κακό χάλι, βρωμισμένοι μα αποκαθαρμένοι, λουσμένοι μες στο αίμα τους, από την Ελλάδα της Ανατολής, χιλιάδες των χιλιάδων κυνηγημένοι, ληστεμένοι, βιασμένοι, απορφανισμένοι άνθρωποί μας, αναζητώντας μια νέα γωνιά μες στην ελεύθερη πατριδα. Η αφήγηση του Ιωάννου συγκλονίζει.
Ομολογημένα ερωτική είναι επίσης και η σχέση του με τη Θεσσαλονίκη. Η πόλη με το βαρύ βυζαντινό παρελθόν που φοβίζει ίσως τους Αθηναίους, η πολυεθνική βαλκανική πρωτεύουσα, η «συμβασιλεύουσα» για τους Ανατολίτες, στο έργο του Ιωάννου κατέχει ρόλο κυρίαρχο. Η βιωματική, ζώσα σχέση του συγγραφέα με την πόλη αποτελεί τον καμβά όπου υφαίνονται πάμπολλα αφηγήματά του. Η «πολυδέγμων» Θεσσσαλονίκη η οποία πατικώθηκε με προσφυγιά.
«Αχ Σαλονίκη, ρημαγμένη Σαλονίκη, δεν ξέρω πώς να σε θρηνήσω...»
Εξυψωνόμενος καταλυτικά και μετουσιώνοντας τον εαυτό του σε κάτι μεγαλύτερο, ανώτερο, δυνατότερο, παρομοιάζει το ίδιο το σώμα του με την πόλη. Αλλά εξ ίσου ακατανίκητο έρωτα νιώθει και για την Αθήνα και αυτό τον οδηγεί σε έναν σχεδόν υπαρξιακό διχασμό. Θεσσαλονίκη – Αθήνα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Οι δυο πόλεις που αποτελούν της Ελλάδας τον άξονα ή τη σούβλα. Η περσόνα του συγγραφέα τριγυρνάει στην Αθήνα και για τη Σαλονίκη παραμιλά, ζει στη Σαλονίκη μα για την Αθήνα κολάζεται. Προφητεύει ότι αυτές οι δυο γερασμένες, ξεσκισμένες πολιτείες κάποια στιγμή θα τον διαμελίσουν.
Η Θεσσαλονίκη, εκτός από γενέτειρα, είναι και το θέατρο των πρώτων σκιρτημάτων. «Ο καθένας τις εικόνες της νεότητάς του αγαπάει, εκείνη τη μαγεία του ξεπορτίσματος, όταν κατά το βράδυ, θολωμένος απ’ τα διαβάσματα των μαθημάτων, τις στύσεις και τα παρενθετικά λογοτεχνικά αναγνώσματα, τράβαγα για τα δυτικά και τα παραβαρδάρια, μες στην αντάρα και τα θαμπά φώτα του δρόμου και των φωτεινών επιγραφών».
Έχω επίσης την αίσθηση ότι ο Ιωάννου υπήρξε άτομο θρησκευόμενο βαθιά, με έναν ιδιάζοντα βεβαίως τρόπο. Αποκαλεί τον Παντοκράτορα «μέγα κρεοπώλη» που ευλογεί το ποίμνιο, όρθιο ή γονατιστό, από το ύψος του τρούλου.
Ο Ιωάννου είναι ένας ερωτικός συγγραφέας, με έναν τρόπο δικό του, χαμηλόφωνο και εξαιρετικά υποβλητικό. Δε φωνάζει, πόσο μάλλον δεν ομολογεί. Υπαινίσσεται, ονειρεύεται, θυμάται. Στα πάρκα, αλλά στην ουσία παντού, φωλιάζουν οι έρωτες, έρωτες εμποδισμένοι και συνταρακτικοί, έρωτες σφοδροί και απελπισμένοι. Καταδεικνύει μια συγκινητική σεμνότητα όταν τον ενοχλεί το αγοραίο στοιχείο, η προβολή κακόγουστων πορνικών ταινιών, όπου κάποιοι αναζητούν όχι ερωτικό αντικείμενο αλλά ερωτικό πλαγκτόν. Οραματίζεται ένα ερωτικό νεκροταφείο μέγιστο όπου ες αεί θα κυνηγιούνται οι φαντάροι με τις αδερφές, όπου μέσα στους ίσκιους και τις αντηλιές, τα νέα ζευγάρια θα φιλιούνται διαρκώς, δίχως να έχουν πρόσωπα από τον πολύ έρωτά τους.
Στο διήγημά του «Το δικό μας αίμα» διατρανώνει το αίτημά του να αναγνωριστούν οι θυσίες των Θεσσαλονικέων. Αφηγείται ένα επεισόδιο στην κατεχόμενη πόλη του ’43 όταν κάποιοι νεαροί, νευρικοί και ωχρότατοι, πηγαίνουν στο Γ’ Αρρένων και καλούν τους μαθητές σε διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση. Μερικοί καθηγητές ήταν στο ΕΑΜ, ενώ κάποιος Ξύδης, χημικός, ορμάει στους φοιτητές με τις κλωτσιές. Υπήρχανε χωροφύλακες που φάνηκαν λιγότερο χέστηδες από τους διδάσκοντες. Στη διαδήλωση μπροστά στη Γενική Διοίκηση, πέφτει άγριο τουφεκίδι. Σε λίγες μέρες, συμβαίνει κάτι που φέρνει γνήσια τη σφραγίδα της στρατιωτικής κακότητας. Μαζί με μυστικούς δικούς μας, μπλοκάρισαν οι Γερμανοί τους δρόμους πιάνοντας στη φάκα χιλιάδες άντρες. Άρχισαν με έλεγχο χαρτιών και ακουγόταν από μακριά το κτηνώδες γερμανικό βρισίδι. Ξεδιάλεγαν, ξεδιάλεγαν. Όσους έμειναν, τους διασκόρπισαν στις γραμμές του τραίνου να ψάχνουν για νάρκες. Ο Ιωάννου αναρωτιέται με σπαραγμό τι απέγιναν αυτά τα παιδιά. Τονίζει πως ενώ όλες οι θυσίες στην Αθήνα γίνονται γνωστές πανελληνίως, σχεδόν κανείς δε θυμάται το συγκεκριμένο γεγονός. Τι γνωρίζουμε για το στρατόπεδο Π. Μελά, το Γεντί Κουλέ που θα έπρεπε να είχε γίνει μουσείο φρίκης, τις εκτελέσεις στο Κόκκινο Σπίτι, στο Χατζή Μπαχτσέ, το κάψιμο του Χορτιάτη, και τόσα άλλα; Ο συγγραφέας καλεί τη μνήμη σε εγρήγορση.
Ο Ιωάννου ασχολήθηκε και με το ξεκλήρισμα των Εβραίων. Στη συλλογή «Το δικό μας αίμα» περιγράφει την ασύλληπτη τραγωδία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης που είχαν «κάτι δειλό στο βλέμμα και τους τρόπους, μια παροιμιώδη διπλωματικότητα στα λόγια και τη φωνή».
Εν κατακλείδι, ανέδειξε το αφήγημα σε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, βάζοντας το δικό του ανεπανάληπτο στίγμα. Τα κείμενά του, άλλα σύντομα και λακωνικά, άλλα περισσότερο μακροσκελή, είναι όλα μεστά, δυνατά, αποτυπώνοντας μια έξοχη ποιητική συναίρεση πραγμάτων και προσώπων. Θεωρώ ότι ο Γιώργος Ιωάννου αυτοδίκαια καταλαμβάνει μια θέση στο πάνθεον των Ελλήνων κλασικών του 20ου αιώνα.
γράφει η Βασιλική Πιτούλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου