Αφού διαβάσετε το απόσπασμα που ακολουθεί, να συγκρίνετε τις αντιδράσεις του αφηγητή απέναντι στη συμμορία των εργολάβων, που κατεδαφίζει σπίτια (από το πεζογράφημα στου Κεμάλ το σπίτι), με τη στάση του ήρωα από το Κατεδαφιζόμεθα της Διδούς Σωτηρίου.
«Ο Άρης ονειρεύεται μια μπουλντόζα που θα ξεθεμελιώσει αυτό το ρημάδι. Όμως δεν τολμά ακόμα να ξεστομίσει κάτι τέτοιο στις γριές. Αν είχε να κάνει μονάχα με τη θεία του την Ιουλία, θα την κατάφερνε να το δώσει αντιπαροχή. Όμως είναι μεσιακό κι άντε να γυρίσεις το κεφάλι της Χαρίκλειας και της Τέρψης. Αυτές φυλάνε ως και το σπασμένο δοχείο της νυκτός της μακαρίτισσας της μάνας του και όλα τα κονσερβοκούτια.
Παράξενο όνειρο ξύπνησε απότομα τον Άρη. Είδε πως κατεδαφιζόταν το πατρικό σαράβαλο κι αυτός επιστατούσε την ώρα που αποκαθήλωναν τις Καρυάτιδες μην πάει και κακοπάθουν. Όμως εκείνες αρνιόνταν επίμονα την προστασία του, κουνούσαν αρνητικά τα κεφάλια τους, θέλανε οπωσδήποτε να αυτοκτονήσουν. Κι ως έκανε να τις κρατήσει, του ξέφυγαν και γκρεμίστηκαν στο κενό. Σκύβει τρομαγμένος να κοιτάξει και αντικρίζει στο πεζοδρόμιο αιμόφυρτα τα τρία κεφάλια, της Χαρίκλειας, της Τέρψης και της Ιουλίας.
Χαμογέλασε για τη μακάβρια μετουσίωση που πήραν οι ευσεβείς του πόθοι. Νυσταγμένος τρίβει τα μάτια του και χασμουριέται. Μα, διάολε. Οι κρότοι δε σταματούν. Άγριοι και επίμονοι σφυροκοπούν τα αυτιά του. Στο αντικρινό σπίτι έχει πιάσει δουλειά ένα συνεργείο κατεδαφίσεων και οι κασμάδες και οι φαγάνες τρώνε, με χορταστικές και θορυβώδεις μπουκιές, αγκωνάρια, τούβλα και σοβάδες. Στήσανε και οι εργάτες κάτι πελώριες ταμπέλες: «Κατεδαφιζόμεθα", «Πωλούνται πάσης φύσεως υλικά".
Κάποτε θα έρθει η σειρά και για το δικό μας σαράβαλο, σκέφτεται ο Άρης. Την ευαγγελίζεται αυτή τη μεγάλη, ευτυχισμένη μέρα. Χτες βράδυ τσάκωσε τον εαυτό του καταχαρούμενο και σχεδόν ησυχασμένο. Θαρρείς είχε βολευτεί πάνω σε τούτη την πανάθλια σοφίτα. Τον δωροδόκησαν οι γριές για να συμβιβαστεί....».
Κατεδαφιζόμεθα, Διδώ Σωτηρίου