ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριστοτέλους,
Ηθικά Νικομάχεια,
Β6, 9 -13 (Ενότητες 8 και 9)
8η
ενότ.: Εἰ δὴ
πᾶσα ἐπιστήμη οὕτω τὸ ἔργον εὖ ἐπιτελεῖ, πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα
τὰ ἔργα (ὅθεν εἰώθασιν ἐπιλέγειν τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις ὅτι οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστιν
οὔτε προσθεῖναι, ὡς τῆς μὲν ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως φθειρούσης τὸ εὖ, τῆς δὲ
μεσότητος σῳζούσης, οἱ δ’ ἀγαθοὶ τεχνῖται, ὡς λέγομεν, πρὸς τοῦτο βλέποντες ἐργάζονται),
ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ φύσις, τοῦ
μέσου ἂν εἴη στοχαστική. Λέγω δὲ τὴν ἠθικήν· αὕτη γάρ ἐστι περὶ πάθη καὶ
πράξεις, ἐν δὲ τούτοις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον.
9η
ενότ.: Οἷον
καί φοβηθῆναι και θαρρῆσαι καί ὀργισθῆναι καί ὅλως ἡσθῆναι καί λυπηθῆναι ἔστι
καί μᾶλλον καί ἧττον, καί ἄμφότερα οὐκ εὖ· τό δ’ ὅτε δεῖ καί ἐφ’ οἷς καί πρός
οὕς καί οὗ ἕνεκα καί ὡς δεῖ, μέσον τε καί ἄριστον, ὅπερ ἐστί τῆς ἀρετῆς. Ὁμοίως
δέ καί περί τάς πράξεις ἔστιν ὑπερβολή καί ἔλλειψις καί τό μέσον. Ἡ δ’ ἀρετή
περί πάθη καί πράξεις ἐστί, ἐν οἷς ἡ μέν ὑπερβολή ἁμαρτάνεται καί ψεγεται καί ἡ
ἔλλειψις, τό δέ μέσον ἐπαινεῖται καί κατορθοῦται· ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς.
Μεσότης τις ἄρα ἐστίν ἡ ἀρετή.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Α. Από το κείμενο που
σας δόθηκε να μεταφράσετε στο τετράδιο σας το απόσπασμα: «οἷον καί φοβηθῆναι … στοχαστική
γε οὖσα τοῦ μέσου.»
Μονάδες 10
Β. Να γράψετε στο τετράδιο σας τις απαντήσεις των παρακάτω
ερωτήσεων:
Β1. Ο Αριστοτέλης στην
προσπάθειά του να προσδιορίσει τη μεσότητα στην ηθική αρετή καταλήγει αρχικά σε
ένα δυνητικό συμπέρασμα
«μεσότης ἂν εἴη ἡ ἀρετή». Στη συνέχεια όμως, υποβάλλοντάς το σε λογικό έλεγχο
οδηγείται στην οριστικοποίηση του συμπεράσματός του με τη χρήση οριστικής
έγκλισης «μεσότης τις ἄρα εστίν ἡ
ἀρετή ...». Να παρουσιάσετε την
πορεία της σκέψης του φιλοσόφου από την εξαγωγή του πρώτου συμπεράσματος ως την
οριστική του διατύπωση.
Μονάδες 10
Β2. «τό δ’ ὃτε δεῖ ... καί ὡς δεῖ»: Ο φιλόσοφος στο χωρίο αυτό προσδίδει δεοντολογικό
χαρακτήρα με την επαναλαμβανόμενη χρήση του «δεῖ». Ποια
ήταν τα κριτήρια των αρχαίων Ελλήνων που χαρακτήριζαν μια συμπεριφορά ηθικά
ορθή;
Μονάδες 10
Β3. «… μέσον τε καί ἂριστον,
ὃπερ έστί τῆς ἀρετῆς.». Πώς σχετίζεται το μέσον
και το άριστον με την αρετή;
Μονάδες 10
Β4. Ποια ήταν η αρχική
σημασία του όρου «εὐδαιμονία» και ποια σημασία αποκτά στο φιλοσοφικό σύστημα του
Δημόκριτου και του Ηράκλειτου;
Μονάδες 10
Β5.α. Για
καθεμιά από τις ακόλουθες λέξεις να γράψετε μία ομόρριζη στη νέα ελληνική με
τίς καταλήξεις που σας δίνονται:
ἀμαρτάνοντες: -μα
ἒλλειψις: -μα
ἐστίν: -ικός
ἒχουσιν: -ικός
Μονάδες 5
Β5.β. Να
γράψετε μια ομόρριζη λέξη της νέας ελληνικής, απλή ή σύνθετη, για καθεμιά από
τις παρακάτω λέξεις του κειμένου: ἀφελεῖν, κατορθοῦται,
προσθεῖναι, ἠσθῆναι, ψέγεται
Μονάδες 5
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Δεινάρχου, Κατά Δημοσθένους 55 – 56
Ἡ βουλή ὦ ἂνδρες ζητεῖ τά
προσταχθέντ’ ὑφ’ ὑμῶν καί ἀποφαίνει τά γεγενημένα παρ’ αὐτοῖς ἀδικήματα οὐχ ὡς ὑμεῖς
- καί μοι μή ὀργισθῆτε - δικάζειν ἐνίοτ’ εἲθισθε, τῇ συγγνώμῃ πλέον ἢ τῷ δικαίῳ
ἀπονέμοντες, ἀλλ’ ἀπλῶς τόν ἒνοχον ὂντα τοῖς ζητουμένοις καί τόν ὁποιονοῦν ἠδικηκότα
παρά τά πάτρια, νομίζουσα τόν ἐν τοῖς μικροῖς συνεθιζόμενον ἀδικεῖν, τοῦτον τά
μεγάλα τῶν ἀδικημάτων εὐχερέστερον προσδέξεσθαι. Διόπερ τόν παρ’ αὐτῶν ἀποστερήσαντα
τό ναῦλον τόν πορθμέα ζημιώσασα πρός ὑμᾶς ἀπέφηνε· πάλιν τόν τήν πεντεδραχμίαν ἐπί
τῷ τοῦ μή παρόντος ὀνόματι λαβεῖν ἀξιώσαντα, καί τοῦτον ὑμῖν ἀπέφηνε, καί τόν
τήν μερίδα τήν ἐξ Ἀρείου πάγου τολμήσαντ’ ἀποδόσθαι παρά τά νόμιμα, τόν αὐτόν
τρόπον ζημιώσασ’ ἐξέβαλε.
- - - - - - - -
ἐπί τῷ ὀνόματι: στο όνομα
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Γ.1 Να γράψετε στο
τετράδιό σας τη μετάφραση του παραπάνω κειμένου.
Μονάδες 20
Γ.2α. Να γράψετε στο
τετράδιό σας τον τύπο που ζητείται για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του
κειμένου:
αὐτοῖς: τη γενική ενικού
του θηλυκού
μεγάλα: την αιτιατική του
πληθυντικού του ουδετέρου του συγκριτικού βαθμού
ὁποιονοῦν: τη
δοτική πληθυντικού του ίδιου γένους
τόν πορθμέα: την κλητική ενικού
τήν μερίδα: την ονομαστική ενικού
Μονάδες 5
Γ.2β. Να γράψετε στο
τετράδιό σας τον τύπο που ζητείται για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του
κειμένου:
τά προσταχθέντα: το β’
ενικό πρόσωπο της προστακτικής παρακειμένου της ίδιας φωνής
ἀπονέμοντες: το γ’
πληθυντικό πρόσωπο της ευκτικής του αορίστου της ίδιας φωνής
ζημιώσασα: το β’
ενικό πρόσωπο της υποτακτικής του ενεστώτα της μέσης φωνής
ἀποδόσθαι: τον
ίδιο τύπο της ενεργητικής φωνής
ἐξέβαλε: το β’
ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ίδιου χρόνου και φωνής
Μονάδες 5
Γ.3α. Να γίνει πλήρης συντακτική αναγνώριση των παρακάτω λέξεων
και φράσεων: ἀδικεῖν, τῶν ἀδικημάτων, ὑμῖν, τόν αὐτόν
Μονάδες 4
Γ.3β. «Ἡ βουλή ὦ ἂνδρες
ζητεῖ τά προσταχθέντ’ ὑφ’ ὑμῶν»:
Να τρέψετε την ενεργητική σύνταξη σε παθητική.
Μονάδες 1,5
Γ.3γ. «...
νομίζουσα τόν ἐν τοῖς μικροῖς συνεθιζόμενον ἀδικεῖν, τοῦτον τά μεγάλα τῶν ἀδικημάτων
προσδέξεσθαι.»:
Να τρέψετε τον πλάγιο λόγο σε ευθύ.
Μονάδες 1,5
Γ.3δ. ζημιώσασα
(πρός ὑμᾶς ἀπέφηνε), τόν τολμήσαντα:
Να αναγνωρίσετε συντακτικά τις μετοχές και να τις αντικαταστήσετε
με δευτερεύουσες προτάσεις.
Μονάδες 3
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Α. Για παράδειγμα, είναι δυνατόν (κανείς) και να φοβηθεί και
να δείξει θάρρος και να επιθυμήσει και να οργιστεί και να ευσπλαχνιστεί και
γενικά να ευχαριστηθεί και να δυσαρεστηθεί και σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο
βαθμό (από αυτόν που πρέπει), και τα δύο αυτά δεν είναι καλά· όμως το να
αισθανθεί κανείς αυτά τη στιγμή που πρέπει και σε σχέση με τα πράγματα που
πρέπει και σε σχέση με τους ανθρώπους που πρέπει και για τον λόγο που πρέπει
και με τον τρόπο που πρέπει, (αυτό είναι) το μέσον και το άριστο, το οποίο
ακριβώς έχει σχέση με την αρετή. Όμοια και στις πράξεις υπάρχει υπερβολή και
έλλειψη και το μέσον. Η αρετή λοιπόν αναφέρεται στα συναισθήματα και στις
πράξεις, στα οποία η υπερβολή αποτελεί σφάλμα και κατακρίνεται, το ίδιο και η
έλλειψη, ενώ το μέσον επαινείται και είναι το σωστό· και τα δύο αυτά έχουν
σχέση με την αρετή. Επομένως, η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας, αφού βέβαια
έχει για στόχο της το μέσον.
Β1. Στο απόσπασμα αυτό αρχικά ο Αριστοτέλης χρησιμοποιώντας υποθετικό συλλογισμό
όπου συνέκρινε την τέχνη και τη φύση με την ηθική αρετή κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι η αρετή θα μπορούσε να είναι μεσότητα
(«μεσότης ἀν εἲη ἡ ἀρετή»). Διευκρίνισε βέβαια ότι αναφέρεται
στην ηθική αρετή, αυτή δηλαδή που σχετίζεται με τις πράξεις και τις ψυχικές
ενέργειες. Έρχεται, λοιπόν, στη συνέχεια να αποδείξει την παραπάνω θέση με επαγωγικό τρόπο
δίνοντας ενδεικτικά κάποια παραδείγματα συναισθημάτων, τα οποία διακρίνονται σε
ευχάριστα και δυσάρεστα και εκδηλώνονται άλλοτε με λιγότερη καί άλλοτε με
περισσότερη ένταση από αυτή που πρέπει
(«φοβηθῆναι και θαρρῆσαι
καί ὀργισθῆναι καί ὅλως ἡσθῆναι καί λυπηθῆναι»). Η υπερβολή όμως καί η
έλλειψη δεν είναι καλό να υπάρχουν
(«οὐκ εὖ»), γιατί απομακρύνουν τον άνθρωπο από τη μεσότητα, η
οποία είναι τελειότητα συνάμα και ακρότητα και σχετίζεται με την ηθική αρετή («ὃπερ ἐστί τῆς ἀρετῆς»).
Κατόπιν, ο Αριστοτέλης
θέτει τους περιορισμούς, οι οποιοί με την εκδήλωση των διαφόρων ψυχικών διαθέσεων
θα πραγματώσουν την ιδέα της αρετής. Αφορούν τους ανθρώπους, τα πράγματα, το
χρόνο, τον τρόπο αλλά και το λόγο για τον οποίο εκδηλώνονται. Ο άνθρωπος, λοιπόν,
για να κατακτήσει το
«μέσον τε και ἂριστον», δηλαδή την αρετή χρειάζεται να διαθέτει
εκείνη τη φρόνηση, ώστε να ανταποκρίνεται στις πέντε απαιτήσεις του δέοντος και
να ρυθμίζει την ένταση του συναισθήματος. Κάθε εκτροπή προς την υπερβολή και
την έλλειψη θεωρείται λάθος και κατακρίνεται, ενώ το μέσο θεωρείται σωστό και
επαινείται. Ο έπαινος όμως και το μέσο σχετίζονται με την αρετή, οπότε λογικά η
αρετή είναι μεσότητα.
Ο λογικός έλεγχος αυτός
τον οδήγησε στην οριστικοποίηση του συμπεράσματός του και γι’ αυτό χρησιμοποιεί
πια οριστική έγκλιση
(«Μεσότης τις ἂρα ἐστιν ἡ ἀρετή»), που εκφράζει το πραγματικό και
τη βεβαιότητα.
Ο τρόπος αυτός διερεύνησης είναι απόλυτα επιστημονικός, καθώς υποδηλώνει ότι ο
φιλόσοφος είναι ανοιχτός σε περαιτέρω διερεύνηση, δεκτικός και σε άλλες απόψεις
και ιδέες, ενώ απομακρύνεται από το δογματισμό και σέβεται την προσωπικότητα
του άλλου. Έτσι προάγεται η επίστημονική έρευνα και οί επιστήμες εξελίσσονται.
Εξάλλου μην ξεχνάμε ότι τα Ηθικά Νικομάχεια είναι έργο της ωριμότητας του Αριστοτέλη,
η οποία χαρακτηριζόταν από ηρεμία, νηφαλιότητα και ώριμη σκέψη.
Διευκρίνιση: Κατ’ αντιστοιχία του μέσου (ἀν εἲη στοχαστική) στο 8
τίθεται το μεσότης δυνητικά, αφού μέσο - μεσότης ταυτίζονται όταν νοηματικά
προσδιορίζεται η αρετή.
Β2. Ο Αριστοτέλης αναφέρθηκε σε παραδείγματα συναισθημάτων που
μπορούμε να τα βιώσουμε σε μεγαλύτερο και μικρότερο βαθμό, θεωρώντας πως η
υπερβολή και η έλλειψη δεν είναι καλό να υπάρχουν, καθώς φθείρουν τη μεσότητα
και συνακόλουθα την πραγμάτωση της αρετής. Για να μπορέσει να διατηρηθεί η
μεσότητα, πρέπει να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις που παρουσιάζονται με
πολυσύνδετο σχήμα. Πρόκειται για δεοντολογικούς κανόνες που οδηγούν στην ηθικά
ορθή πράξη. Οι κανόνες αυτοί είναι:
α) «ὃτε δεῖ»: η χρονική στιγμή
κατά την οποία πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,
β) «ἐφ’ οἷς (δεῖ)»: τα πράγματα,
οι συνθήκες σε σχέση με τις οποίες πρέπει να το νιώθουμε,
γ) «πρός οὗς (δεῖ)»: οι άνθρωποι
σε σχέση με τους οποίους πρέπει να το νιώθουμε,
δ) «οὗ ἓνεκα (δεῖ)»: ο λόγος για
τον οποίο πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα και
ε) «ὡς δεῖ»: ο τρόπος με τον
οποίο το εκδηλώνουμε.
Η επανάληψη του ρήματος «δεῖ»
προσδίδει δεοντολογικό χαρακτήρα στο κείμενο και εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο
ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει ηθικά ορθή συμπεριφορά. Στην Αρχαία Ελλάδα οι
προϋποθέσεις αυτές διαμορφώνονταν στα πλαίσια της πόλης κράτους, καθώς ο
αρχαίος Έλληνας ήταν πολίτης και δε μπορούσε να εννοηθεί έξω από τα πλαίσια της
πόλης. Πιο συγκεκριμένα το πρώτο και σημαντικότερο ίσως κριτήριο ήταν οι γραπτοί νόμοι της
πόλης. Ο Πλάτωνας στον
Κρίτωνα παρουσιάζει τους νόμους της πόλης προσωποποιημένους να
υποδεικνύουν στο Σωκράτη ποιό είναι το ορθό που οφείλει να πράξει. Για τον
Έλληνα του 5ου αιώνα π.Χ. και για τον Αριστοτέλη η πόλις είναι το πνεύμα της
κοινότητας. Ακολούθως σημαντικό επίσης ρόλο διαδραμάτιζαν οι άγραφοι παραδοσιακοί κανόνες συμβίωσης,
τα πρότυπα και τα παραδείγματα που καθόριζαν τι είναι το «ορθό»
και τι το μη «ορθό» σε κάθε περίπτωση. Ήταν εκείνα ακριβώς που αναφέρει ο
Σοφοκλής στην Αντιγόνη: «ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα, κοὐδείς
οἶδεν ἐξ ὃτου ἐφάνη».
Τέλος, τα κριτήρια
συμπληρώνονταν από τη
λογική, τον ορθό λόγο και ιδιαίτερα τη λογική του φρόνιμου
ανθρώπου («ᾧ ἀν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»)
που υποδείκνυε την ενδεδειγμένη συμπεριφορά. Σε κάθε κοινωνία τα κριτήρια αυτά
μεταβάλλονται ανάλογα με τις ανάγκες και την εποχή. Επομένως, προκύπτει θέμα
ευθύνης του ανθρώπου για την κατάκτηση της ηθικής αρετής, ο οποίος οφείλει σε
κάθε περίπτωση να καταβάλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα.
Β3. Το «μέσον» και το «ἂριστον» είναι το τέλειο αποτέλεσμα που
προκύπτει από τα πέντε «δεῖ» που παρουσιάζονται ή εννοούνται στο απόσπασμα του
κειμένου. Ο Αριστοτέλης δεν ταυτίζει την αρετή με το συναίσθημα, θεωρεί όμως ότι
προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε ένα συναίσθημα. Με άλλα
λόγια, η λογική επέμβαση του ανθρώπου στο συναίσθημα, η φρόνηση που διαθέτει
και ανταποκρίνεται στις πέντε απαιτήσεις του δέοντος και ρυθμίζει την έντασή
τους είναι αυτή που θα τον βοηθήσει να κατακτήσει το μέσον και το άριστον, την
αρετή. Η αρετή, λοιπόν, είναι μεσότητα («μέσον») συνάμα όμως και ακρότητα («ἂριστον»).
Κι αυτό συμβαίνει, επειδή το «ἂριστον», παρόλο που είναι ακρότητα, συμπίπτει με
το «μέσον», καθώς αποτελεί τον υπέρτατο βαθμό τελειότητας - είναι εκείνο που
δεν μπορεί να ξεπεραστεί από κάτι άλλο ούτε όμως υπολείπεται και σε σχέση με
κάτι άλλο.
Θα μπορούσε κάποιος ίσως
να ισχυριστεί ότι είναι οξύμωρο να ταυτίζει το μέσο με το άριστο, καθώς κάτι το
οποίο είναι μεσότητα δεν μπορεί την ίδια στιγμή να είναι και ακρότητα. Για τον
Αριστοτέλη όμως «ἂριστον» είναι η τελειότητα, το τέλος, η ανώτερη αξία των
όντων που προκύπτει από τη μεσότητα. Εμπεριέχει τη σημασία του ιδανικού, της
μετρημένης συμπεριφοράς που πρέπει να ακολουθήσουμε για να κατακτήσουμε την
αρετή. Επομένως, μέσα από την ταύτιση των δύο εννοιών η αντίφαση αίρεται.
Αξιοπρόσεκτο είναι το γένος της αντωνυμίας «ὃπερ», η οποία αναφέρεται στο ἂριστον
και έτσι συσχετίζεται και ετυμολογικά η λέξη άριστον με τη λέξη «ἀρετή» (ἀραρίσκω).
Β4. Σελίδες σχολικού βιβλίου 151 – 152 (Ένας λοιπόν από τους όρους ... αν θα φτάσουν
κάποτε η όχι σε αυτήν.).
Β5α. αμάρτημα, έλλειμμα,
ουσιαστικός, καχεκτικός, ενάρετος
Β5β. αφαίρεση,
κατόρθωμα, προσθήκη, ηδονή, ψόγος
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Γ1. Η βουλή άνδρες ερευνά αυτά για τα οποία διατάχθηκε από
εσάς και καταγγέλλει τα αδικήματα, τα οποία έχουν συμβεί σε αυτήν (ή στον κύκλο
της), όχι όπως εσείς - και μην οργισθείτε μ’ εμένα - συνηθίζετε μερικές φορές
να δικάζετε, αποδίδοντας περισσότερο τη συγχώρεση παρά το δίκαιο, αλλά
(καταγγέλλει) γενικά όποιον είναι ένοχος για τα ερευνώμενα (αδικήματα) και
οποιονδήποτε έχει αδικήσει αντίθετα από τους πατροπαράδοτους νόμους, επειδή
κρίνει ότι, όποιος συνηθίζει να αδικεί σε ασήμαντα ζητήματα, αυτός θα αποδεχτεί
ευκολότερα τα σοβαρά από τα αδικήματα. Γι’ αυτό ακριβώς, αφού από τα μέλη της
τιμώρησε εκείνον, ο οποίος δεν πλήρωσε στον πορθμέα το ναύλο, τον κατήγγειλε σε
εσάς. Πάλι αυτόν, ο οποίος απαίτησε να πάρει το επίδομα των πέντε δραχμών στο
όνομα κάποιου, ο οποίος δεν ήταν παρών, και αυτόν κατήγγειλε σ’ εσάς, και κατά
τον ίδιο τρόπο, αφού τιμώρησε αυτόν, ο οποίος τόλμησε να πουλήσει τη μερίδα του
από τον Άρειο Πάγο αντίθετα από τους νόμους, τον απέβαλε.
Γ2α. ἑαυτῆς – αὑτῆς,
μείζονα - μείζω, ὁποιοισοῦν, ὦ πορθμεῦ, ἡ μερίς
Γ2β. προστέταξο, ἀπονείμαιεν
- ἀπονείμειαν, ζημιοῖ, ἀποδοῦναι, ἒκβαλε
Γ3α. ἀδικεῖν: τελικό απαρέμφατο, αντικείμενο στη μετοχή τόν συνεθιζόμενον,
τῶν ἀδικημάτων: γενική διαιρετική στα μεγάλα,
ὑμῖν: έμμεσο αντικείμενο στο ἀποφαίνει,
τόν αὐτόν: επιθετικός προσδιορισμός στον τρόπον
Γ3β.
(α) ὑπό τῆς βουλῆς ὦ ἂνδρες
ζητεῖται τά προσταχθέντ’ ὑφ’ ὑμῶν (Η απάντηση μπορεί να αποδοθεί με αττική
σύνταξη (α), επειδή, όταν το υποκείμενο του ρήματος είναι ουδέτερο πληθυντικού
αριθμού, είναι δυνατό το ρήμα να τεθεί σε γ’ ενικό πρόσωπο).
(β) Εναλλακτικά: ὑπό τῆς βουλῆς ὦ ἂνδρες ζητοῦνται τά
προσταχθέντ’ ὑφ’ ὑμῶν).
Γ3γ. ... ὁ ἐν τοῖς μικροῖς
συνεθιζόμενος ἀδικεῖν, οὗτος τά μεγάλα τῶν ἀδικημάτων προσδένεται.
Γ3δ. ζημιώσασα: χρονική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος ἀπέφηνε,
ή βουλή (εννοείται). Δηλώνει το προτερόχρονο. Αντικατάσταση από δευτερεύουσα
χρονική πρόταση: ἐπεί ἐζημίωσε.
τόν τολμήσαντα:
επιθετική μετοχή σε θέση αντικειμένου, τόσο στο ρήμα ἐξέβαλε όσο και στη μετοχή
ζημιώσασα. Αντικατάσταση από δευτερεύουσα αναφορική πρόταση: ἐκεῖνον
ή τοῦτον ὃς ἐτόλμησε.
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΟΕΦΕ 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου