Παντελής Μπουκάλας
Εφημ., Καθημερινή 09/06/2002
Μπορεί όλοι να γκρινιάζουν για την «κατάντια της γλώσσας μας», κι άλλοι να μοιρολογούν γιατί βιάζονται να πιστέψουν ότι κείται νεκρή εκεί όπου υψώνεται το ζωηρότατο σώμα της, ωστόσο η γλώσσα συνεχίζεται, επειδή απλώς, η ζωή συνεχίζεται. Αν έχει κανείς περίεργο μάτι, μπορεί να διαπιστώσει διαβάζοντας (στην καλή λογοτεχνία, στις μεταφράσεις, στη φιλοσοφία, στη δημοσιογραφία, στα περιοδικά ειδικών επαγγελματικών ή επιστημονικών τομέων, ακόμη και στις μικρές αγγελίες, όπου ο στενός χώρος υποχρεώνει το συντάκτη να απελευθερώσει όλη τη λεξιπλαστική του φαντασία) ότι καινούριες λέξεις – κλαδιά ξεφυτρώνουν ανελλιπώς στον παλιό κορμό. Άλλες αντέχουν, αφομοιώνονται και γίνονται κοινές, κι άλλες εκπίπτουν γρήγορα ή μένουν εγκλωβισμένες σε κάποιο γκέτο, σε κάποια αργκό.
Κι αν εκτός από περίεργο μάτι κανείς και πρόθυμο αυτί – και εφόσον βέβαια αποφασίσει να πετάξει από πάνω του την πνιγηρή αρματωσιά των ιδεολογημάτων του και να αρνηθεί το αριστοκρατικής κοπής στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο ο γύρω κόσμος είναι ένα σχεδόν αφασικό νήπιο – θα ακούσει, από το στόμα των παιδιών ας πούμε, κάποιες καινούριες λέξεις που ίσως τον ξενίσουν στην αρχή, αλλά αν το καλοσκεφτεί θα δει ότι η παραγωγή τους δεν απιστεί στους κανόνες και ο ήχος τους δεν «πικραίνει την ακοή».
Ο δήμος των παιδιών, λοιπόν, για τον οποίο εμείς οι ώριμοι έχουμε αποφασίσει, ερήμην του ότι πάσχει από ανίατη λεξιπενία και από βαρύτατης μορφής ξενολατρία, συμβάλει στη γλωσσική παραγωγή μάλλον περισσότερο απ’ ό,τι οι μονότονα οδυρόμενοι. Και συμβάλλει με τον τρόπο που αρμόζει στην ηλικία του: παιχνιδιάρικα, αυθόρμητα, ανεμπόδιστα, δηλαδή φυσικά, χωρίς να τον κατατρύχουν ιδεολογικά φαντάσματα ή φιλολογικές φοβίες. Σκαρώνει έτσι όχι απλώς εύηχες και χαριτωμένες, αλλά σαφείς και καίριες, με την οικονομία τους και την απόλυτη συναρμογή τους με το πράγμα, την κίνηση ή την ιδιότητα που επιχειρούν να συλλάβουν και να περιγράψουν.
Δε μιλάω εδώ για τα «παιδιόπλαστα» της προσχολικής ηλικίας που δημιουργούνται κατά μόνας, από κάθε πειραματιζόμενο μπόμπιρα, αλλά για τα γλωσσικά δημιουργήματα της παιδικής μικροκοινωνίας, για τη συλλογική παραγωγή που αναπτύσσεται παντού όπου τα παιδιά παίζουν, μαλώνουν, φιλιώνουν και καλούνται να συνεννοηθούν, δίνοντας ονόματα σε νέα υλικά στοιχεία της καθημερινότητάς τους και σε νέες συμπεριφορές.
Δεν ξέρω αν οι λεξικογράφοι θα «νομιμοποιήσουν» ποτέ με το κύρος τους, φιλοξενώντας τη στις δέλτους της τη λέξη «ατομιστία» που ακούω τον τελευταίο καιρό από την πιτσιρικαρία, πάντως οι διαπληκτιζόμενοι ανήλικοι παίκτες την έχουν ήδη νομιμοποιήσει στο δικό τους πηγαδάκι. Όταν τη λένε, ξέρουν απολύτως τι εννοούν, και ξέρουν επίσης ότι οι συμπαίκτες τους την κατανοούν πλήρως (όπως κι όταν χαρακτηρίζουν «χλατσωτό» το τρίποντο και «άμπαλο» τον άσχετο), άρα λοιπόν ο πρωταρχικός όρος, η συνεννόηση, εκπληρώνεται απροβλημάτιστα. «Ατομιστίες», λοιπόν διαπράττει όποιος παίρνει την μπάλα και δεν τη δίνει ούτε από το δεξί του πόδι στο αριστερό του, είναι δηλαδή οι πράξεις του ατομιστή, την οποία ψέγει η νεόκοπη λέξη ακόμη και δια της καταλήξεώς της. Όχι, η «ατομιστία» δεν ταυτίζεται με τον οικείο μας «ατομισμό», και δεν μπορώ να σκεφτώ ποια άλλη λέξη (και όχι περίφραση) θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει. Έχει επίσης ο παιδικός δήμος το γνώρισμα να εξελληνίζει πιο γρήγορα απ’ ό,τι ο ενήλικος που τον περιβάλλει (και εντέλει επιβάλλεται) τις ξένες λέξεις, όσες εκτελωνίζονται μαζί με κάθε εισαγόμενο παιχνίδι. Στη δική τους γλώσσα, τα περισσότερα δανεικά ουσιαστικά αρχίζουν να κλίνονται ελληνοπρεπώς σχεδόν εξαρχής – ενώ την ίδια ώρα εμείς οι μεγάλοι φτάνουμε να χρησιμοποιούμε άκλιτο, στον προφορικό και το γραπτό μας λόγο, ακόμα και το Μιλάνο ή το καζίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου