Aλλος με χειροπέδες
προφυλακισμένος για χρέη προς το Δημόσιο, άλλος πουλάει το σπίτι του για να μην
πάει φυλακή, άλλος λουφάζει και περιμένει τη σειρά του. Το λαϊφστάιλ πέθανε,
λένε. Δεν πέθανε τώρα, διορθώνω. Εχει πεθάνει από καιρό, τώρα εξαπολύθηκε η
δυσωδία των πτωμάτων του.
Η εγχώρια βιοτεχνία του λαϊφστάιλ
-εκδότες, μοντελίστ, δημοσιογράφοι, μοντέλες, γλάστρες, τηλεπερσόνες, πάρτι
άνιμαλ, ντίλερ, κωθώνια, θύματα- γεννήθηκε στη δεκαετία του ’80 και άνθησε όσο
κυκλοφορούσε ορμητική η δίψα της ανόδου, ο θαυμασμός για την αρπαχτή και άφθονο
μαύρο χρήμα. Εξέπνευσε όταν μαράθηκαν όλα αυτά. Παρήγαγε αέρα. Ηταν μια φούσκα,
Η φούσκα, που μέσα της όμως περιείχε τον τοξικό αέρα του θράσους, του κυνισμού,
την υπόσχεση της επιτυχίας, κι εντέλει τον αέρα της ματαίωσης και της
διάψευσης.