Ερωτήσεις για ανάλυση του κειμένου και απαντήσεις
1) Προσδιορίστε το είδος της αφήγησης στο πεζογράφημα. Πώς ερμηνεύετε αυτή την επιλογή του συγγραφέα;
Όπως συμβαίνει πάντα στα πεζογραφήματα του Ιωάννου, η αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο πρωτοπρόσωπη (εγώ, εμείς) αυτοδιηγητική, μονομερής και μονοεστιακή (η εξιστόρηση γίνεται από την πλευρά του αφηγητή, ο οποίος βρίσκεται στην ιστορία και αποτελεί πρόσωπο του έργου). Παρόλο που ο αφηγητής δίνει το λόγο σε άλλα πρόσωπα πέντε φορές μέσα στο κείμενο με παρεμβολή ευθέος λόγου (η ευχαρίστηση της Τουρκάλας, τα λόγια της γιαγιάς, του σπιτονοικοκύρη, της γριας γειτόνισσας και εκείνου που αναφωνεί “η τουρκάλα”), δεν πρόκειται παρά για περιστασιακές αναφορές που δε διεκδικούν το ρόλο του αφηγητή, αλλά επιδιώκουν καθαρά αισθητικό αποτέλεσμα : ενάργεια, ζωντάνια, παραστατικότητα.
Η συγκεκριμένη επιλογή υπαγορεύεται από το βιωματικό χαρακτήρα του πεζογραφήματος, που εκθέτει εμπειρίες, μνήμες, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις του αφηγητή. Η επανειλημμένη εμφάνιση ενός προσώπου (της Τουρκάλας), του οποίου όμως ο χαρακτήρας δεν παρουσιάζεται ολοκληρωμένος, δεν είναι παρά η αφορμή για την εξιστόρηση του παρελθόντος και το σχολιασμό του παρόντος από τον αφηγητή, και δε μετατοπίζει το κέντρο βάρους της αφήγησης από τον (ομοδιηγητικό) αφηγητή σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Λειτουργεί δηλαδή ως σημείο αναφοράς για τα χρονολογικά άλματα (πίσω – μπρος) του συγγραφέα από τη μικρασιατική καταστροφή μέχρι τις μέρες μας.
2) Ποιος είναι ο τόπος των γεγονότων του αφηγήματος;
Πρόκειται και πάλι για τη Θεσσαλονίκη - που παίζει πρωταρχικό ρόλο στην πεζογραφία του Ιωάννου ως την πόλη που δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφύγων - και συγκεκριμένα για τη γειτονιά γύρω από το σπίτι του Κεμάλ. Το όνομα της πόλης δεν αναφέρεται ρητά, το υποψιαζόμαστε όμως από την αναφορά στο σπίτι του Κεμάλ (4 φορές - κειμενικό στοιχείο) που ως γνωστό, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη (εξωκειμενικό στοιχείο). Η ιστορία εκτυλίσσεται στο σπίτι του αφηγητή, μια μονοκατοικία με κήπο και μια φημισμένη μουριά, η οποία γκρεμίστηκε και έγινε μια άσχημη πολυκατοικία, που και αυτή με τη σειρά της κατεδαφίστηκε. Η αφήγηση τελειώνει πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες και δε μαθαίνουμε τι χτίστηκε στη θέση της. Ο αφηγητής όμως φοβάται και είναι προετοιμασμένος για το χειρότερο.
3) Προσδιορίζεται με σαφήνεια ο χρόνος των γεγονότων στο διήγημα; Μπορείτε να εντοπίσετε ιστορικά στοιχεία σε αυτό;
Οι χρονικοί προσδιορισμοί στο πεζογράφημα είναι σαφείς, παρά την προσφιλή τακτική του συγγραφέα για τη διαπλοκή παρελθόντος – παρόντος (ακόμη και του μέλλοντος: “θα παραφυλάγω...ίσως μπορέσω να εμποδίσω...εξαμβλώματος”).
Το περιστατικό γύρω από το οποίο στήνεται το διήγημα, η εμφάνιση δηλαδή της Τουρκάλας, συμβαίνει την εποχή που γίνονται τα μούρα (άνοιξη) και για πρώτη φορά το 1936. Η δεύτερη φορά είναι το 1938 (“δύο χρόνια μετά την πρώτη”) και η τρίτη λίγο πριν τον πόλεμο (1939-1940). Για τελευταία φορά η γυναίκα εμφανίζεται λίγο μετά τον πόλεμο (1944).
Οι επισκέψεις της Τουρκάλας μας μεταφέρουν σε έναν προγενέστερο χρόνο (ανάληψη, flashback), καθώς ανακαλούν στη μνήμη του αφηγητή την προσφυγιά του 1922 (“Δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι σαν μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους Τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας;”).
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα χρόνια της αντιπαροχής και της μετά μανίας ανοικοδόμησης στην Ελλάδα, γύρω στη δεκαετία του '70 ('το σπίτι είχε παραδοθεί.... φρικαλέες'). Τέλος, το αφηγηματικό παρόν μας φέρνει στις δεκαετίες του '80 και '90, όταν στο πλαίσιο του εξωραισμού των πόλεων, αρχίζουν να γκρεμίζονται οι άσχημες πολυκατοικίες και να ανεγείρονται νέα μοντέρνα κτίρια (“Τώρα ετοιμάζονται να τη γκρεμίσουν οι γελοίοι”).
Τα ιστορικά στοιχεία του διηγήματος είναι ευδιάκριτα. Πρώτα πρώτα έχουμε τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών. Αναφέρεται, ακόμη, ο τρόπος με τον οποίο έγινε η ανταλλαγή - με κριτήριο τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα-, κι ο πόνος που προκάλεσε σε όλους τους ξεριζωμένους κι από τις δυο πλευρές. Οι ιταλικοί βομβαρδισμοί παραπέμπουν στον πόλεμο του '40 , ενώ την ίδια δεκαετία έχουμε τη σύνδεση των περισσότερων νοικοκυριών με το σύστημα ύδρευσης των πόλεων και την εγκατάλειψη των αρτεσιανών πηγαδιών (“Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι”). Οι “συμμορίες εργολάβων” μας μεταφέρουν στην περίοδο της αντιπαροχής τη δεκαετία του '70 που μεταμόρφωνε αισθητικά την Ελλάδα καταπατώντας ακόμη και αρχαιολογικά ευρήματα. Υπαινιγμός γίνεται, όπως είπαμε, και στη σύγχρονη τάση καλλωπισμού των πόλεων που ο αφηγητής αντιμετωπίζει με πολύ σκεπτικισμό και απαισιοδοξία (“να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος”).
4) Ποια είναι η γλώσσα του διηγήματος;
Η γλώσσα του πεζογραφήματος είναι καθημερινή, λιτή, φυσική, εκφραστική και ανεπιτήδευτη με πεζολογικά στοιχεία. Η παρεμβολή ευθέος λόγου σε κάποια σημεία προσδίδει ζωντάνια, ακρίβεια, ενάργεια και αμεσότητα, ενώ οι ρητορικές ερωτήσεις (“δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι....” , “ποιος ξέρει τι μεγαλεπίβολο σχέδιο...”) και τα επίθετα (κουρασμένη, κατατσακισμένη, αρχοντική ομορφιά, επίμονη νοσταλγία, σιχαμένος σπιτινοικοκύρης, φρικαλέες πολυκατοικίες κ.λ.π.) αποδίδουν με ευστοχία τη συγκινησιακή ατμόσφαιρα του κειμένου και τα συναισθήματα του αφηγητή.
5) Πώς παρουσιάζεται η Τουρκάλα στο κείμενο και πώς την αντιμετωπίζει η οικογένεια του συγγραφέα ;
Γενικά, η εικόνα της Τουρκάλας είναι θολή με μια αχλύ μυστηρίου που διατηρείται μέχρι το τέλος (“Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε – δεν ήρθε, άγνωστο”). Η οικογένεια του αφηγητή της φέρεται με ευγένεια και κάνει υποθέσεις για να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της, τις αραιές αλλά περιοδικές εμφανίσεις της, την καταγωγή και προέλευσή της, τους σκοπούς και τα συναισθήματά της, δεν έχει όμως βέβαιες απαντήσεις. Η γυναίκα μοιάζει κουρασμένη και αποπνέει μια αρχοντιά. Στέκεται ώρες θλιμμένη και βουβή μπροστά στο σπίτι του αφηγητή, λοξοκοιτώντας το σπίτι του Κεμάλ ή μισοκλείνοντας τα μάτια χαμένη στις σκέψεις της. Τα μούρα φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία γι' αυτή. Από τη συνέχεια του διηγήματος καταλαβαίνουμε πως της θυμίζουν κάτι, όπως άλλωστε και το σπίτι του Κεμάλ και το νερό από το πηγάδι. Γι' αυτό και αρνείται το νερό της βρύσης και βουρκώνει όταν μαθαίνει ότι το πηγάδι μαγαρίστηκε. Η καχυποψία, η ψυχρότητα και η αγανάκτηση που ένιωσε η οικογένεια κάποια στιγμή, όταν την πήρε για τουρκομερίτισσα, διασκεδάζονται σιγά σιγά για να δώσουν τη θέση τους σε συναισθήματα συμπάθειας, συμπόνοιας και κατανόησης, που γεννιούνται από τα κοινά βιώματα του εκπατρισμού και της προσφυγιάς. Στη συνέχεια από τη συντροφιά της με άλλους Τούρκους δίπλα, στο σπίτι του Κεμάλ η οικογένεια συμπεραίνει ότι έρχεται να κάνει προσκύνημα στο σπίτι του τούρκου πολιτικού άντρα. Μόνο στο τέλος, από τα λόγια μιας γριας την ώρα που κοιτάζει τα θεμέλια του κατεδαφισμένου σπιτιού καταλαβαίνουμε τι ήταν εκείνο που έκανε την Τουρκάλα να έρχεται στο κατώφλι του αφηγητή και να κάθεται με νοσταλγικό και πικραμένο ύφος: το σπίτι ήταν κάποτε της αρχοντικής οικογένειάς της και η ίδια ήταν προφανώς η κόρη του μπέη που σπάραζε όταν έφευγε. Οι πληγές απο το βίαιο ξεριζωμό φαίνεται να μην επουλώθηκαν ποτέ.
6) Σε ποια σημεία ο ποιητής είναι κριτικός και στιγματίζει τη σύγχρονή του εποχή;
Σε όλο το πεζογράφημα ο αφηγητής “βουτά” στη μνήμη του και ανασύρει εικόνες και σκηνές από το παρελθόν. Δε χάνει όμως το παρόν από μπροστά του. Συγκρίνει τους συγχρόνους του με τις προηγούμενες γενιές και τους βρίσκει ηθικά κατώτερους. Η κοινωνία και οι άνθρωποι άλλαξαν, δεν ενδιαφέρονται για το συνάνθρωπο. Ήδη οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης του '40 είναι πιο σκληροί κι αδιάφοροι από τους Έλληνες στα χρόνια της προσφυγιάς (“Ο σιχαμένος σπιτοκοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι”). Προχωρώντας στο χρόνο, το κέρδος και τα χρήματα ανάγονται σε αξίες, το προσωπικό συμφέρον κυριαρχεί, “συμμορίες πονηρών εργολάβων” γκρεμίζουν σπίτια που είναι φορτωμένα με μνήμες και ιστορία, για να σηκώσουν πανάσχημες, φτηνές πολυκατοικίες. Ο ατομικισμός και ο ηθικός εκφυλισμός οδηγεί μέχρι τη βεβήλωση αρχαιολογικών μνημείων: “Δασκαλεμένοι εργάτες” μπαζώνουν τα ψηφιδωτά ή άλλα ευρήματα στα θεμέλια των σπιτιών, για να μην εμποδιστεί ή καθυστερήσει η ανέγερση της πολυκατοικίας και ζημιώσουν οικονομικά οι εμπλεκόμενοι της αντιπαροχής.
Η αποδοκιμασία και η οργή του αφηγητή δηλώνοναι ρητά και αποτυπώνονται φραστικά με τα κατάλληλα επίθετα ή άλλες λέξεις με αρνητική σημασία: σιχαμένος σπιτονοικοκύρης, πονηρό μυαλό, συμμορίες εργολάβων, γελοίοι, δασκαλεμένοι εργάτες, νέο εξάμβλωμα.
Η αγανάκτηση του αφηγητή δηλώνεται και με την απόφασή του να περάσει στην πράξη την επόμενη φορά : “Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα...”.
7) Στο πεζογράφημα αυτό ο πόνος του ξεριζωμού και η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες παρουσιάζονται ως βιώματα και από τις δύο πλευρές, Τούρκους και Έλληνες. Τι χαρακτήρα δίνει στο κείμενο αυτή η προσέγγιση και ποιο είναι το μήνυμα που μεταδίδει το διήγημα;
Τα βάσανα της προσφυγιάς, το δράμα του βίαιου ξεριζωμού και της ανταλλαγής πληθυσμών δεν τα έζησαν μόνο οι Έλληνες. Με ανάλογο τρόπο, Τούρκοι της Θράκης μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, αλλά και κάποιοι τούρκοι χριστιανοί εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους, αφού η ανταλλαγή έγινε με κριτήριο τη θρησκεία (και όχι τη γλώσσα, όπως αναφέρεται και στο διιήγημα). Ο καημός για τη χαμένη γη, η νοσταλγία και η λαχτάρα για ό,τι θυμίζει την πατρίδα, τους ομόφυλους και τη ράτσα του καθενός είναι συναισθήματα κοινά, πανανθρώπινα, ανεξάρτητα από εθνικότητα, και σεβαστά από όλους. Ο αφηγητής και η οικογένειά του συμπάσχουν με την Τουρκάλα και τη συμπονούν, όταν υποψιάζονται πως και η ίδια είναι θύμα ξεριζωμού και θρηνεί όσα έχασε. Η κοινή μοίρα συναδελφώνει τους παθόντες. Το μήνυμα που μεταφέρει το διήγημα είναι η ανάγκη της συντροφικότητας και της ανθρωπιάς, της γλύκας και της αλληλοστήριξης μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Ο κοσμοπολιτισμός επεκτείνεται στον κόσμο των συναισθημάτων. Το κείμενο δείχνει την ανάγκη για υπέρβαση εθνικιστικών προσεγγίσεων, όταν αναφερόμαστε στα πάθη των λαών και προτείνει τη μεγαθυμία και τη σύνεση ως στάση ζωής.