Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή του ρόδινου νησιού του", θρασσομανάν οι ρεματιές, οι χαράδρες, οι αναβασιές, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση, όσο και η θαλασσινή του διαμόρφωση, με τ' αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τ' ακρογιάλια, με διαφορετική το καθένα μορφή, αλλού χαλίκια, αλλού χοντρά βότσαλα, αλλού χρυσαφένια δαντελώματα, αλλού αμμουδερά ονειρεμένα ακρογιάλια, οπως οι περίφημες κουκουναριές, που τα δέντρα τους περπατούν πάνω στο διάπλατο ασημένιο γιαλό και θαρρείς πως είναι έτοιμα να βουτήξουν μέσα στη θάλασσα. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες περνοδιαβαίνουν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη ασταμάτητα και του κρατούν συντροφιά στην ατελείωτη μοναξιά του. Κι όταν πια ο καημός του γίνει στοιχειό και άλλο δε βαστιέται, ο Παπαδιαμάντης τα κάνει διηγήματα, κεντημένα με ποιητικό μαγνάδι, ντύνοντας τα με τα θρησκευτικά βιώματα του ή τη ζωή, τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές ή κακομούτσουνες μάγισσες και λογής-λογιών αγύρτισσες.